Στο διάλογο Τηλεμάχου-Αθηνάς από την ομηρική Οδύσσεια εμφανίζεται η πρώτη γραπτή αναφορά σ’ αυτό που σήμερα ονομάζουμε Μεγανήσι. Νήσος Τάφος ήταν το πρώτο όνομα του νησιού που κατοικήθηκε από τη νεολιθική εποχή, όπως μαρτυράει ένα πέτρινο εργαλείο κοπής στο Μουσείο Δαίρπφελντ[3], ή ακόμα και τα απομεινάρια οικισμού στο νότιο άκρο του νησιού που μένει να αξιολογηθούν[4].
Το όνομα ίσως προέρχεται από τον πρώτο μυθικό βασιλιά του Τάφιο. Ο Τάφιος ήταν αδελφός του Τηλεβόα. Οι γονείς τους ήταν ο θεός Ποσειδώνας και η Ιπποθόη, κόρη του Λέλεγα ή κατά μια άλλη εκδοχή εγγονή του Περσέα[5]. Το πιθανότερο πάντως είναι ότι η Τάφος αποικίστηκε, όπως και όλα τα γύρω νησιά, από Ακαρνανικά φύλα μεταξύ των οποίων οι Λέλεγες και οι Τηλεβόες και το σχήμα του εν είδει «ταυ» ήταν αυτό που προσέδωσε το χαρακτηριστικό όνομα.
Γιος του Τάφιου ήταν ο Πτερέλαος, που έφερε χρυσή τρίχα στο κεφάλι, δώρο του παππού του Ποσειδώνα, η οποία τον καθιστούσε άτρωτο. Οι γιοι όμως του Πτερέλαου ενεπλάκησαν σε περιπέτειες όταν έκλεψαν τα βόδια του βασιλιά του Άργους Ηλεκτρύονος και μάλιστα σκότωσαν τους γιους του. Ο Ηλεκτρύονας ζήτησε τότε τη βοήθεια του άρχοντα της Θήβας Αμφιτρύωνα, δίνοντάς του για γυναίκα του την όμορφη κόρη του Αλκμήνη. Πράγματι ο Αμφιτρύωνας παντρεύτηκε την Αλκμήνη κι εκστράτευσε εναντίον των Τηλεβόων, μαζί με τον Κέφαλο (ιδρυτή της Κεφαλονιάς) και τον Κρέοντα. Οι Τηλεβοϊδες νήσοι (όλα δηλαδή τα νησιά της γύρω λεκάνης) υπέκυψαν, εκτός από τη νήσο Τάφο που άντεχε λόγω της χρυσής τρίχας του Πτερέλαου. Όμως η κόρη του Τάφιου βασιλιά, η Κομαιθώ, ερωτευμένη καθώς ήταν με τον Αμφιτρύωνα, έκοψε την ποσειδώνια τρίχα και το νησί κυριεύτηκε κι έγινε τμήμα του βασιλείου του Κέφαλου, προπάππου του Οδυσσέα[6]. Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι είδε με τα μάτια του τον αναθηματικό τρίποδα στο ναό του Ισμηνίου Απόλλωνα να γράφει «Ο Αμφιτρύωνας με προσέφερε ως μέρος από τα λάφυρα της Τηλεβόας»[7]. Όταν βέβαια επέστρεψε στη Θήβα ο Αμφιτρύων η Αλκμήνη κυοφορούσε τον Ηρακλή, ελέω Δία, οπότε η Τάφος ευθύνεται για τη γέννηση του ημίθεου, έστω και εμμέσως…
Επιστρέφοντας στον Όμηρο συναντάμε και τις δραστηριότητες των Ταφίων της εποχής:
«Εδώ μ’ ένα καράβι και συντρόφους έφτασα, έτοιμος
ν’ ανοιχτώ στο μπλαβό πέλαγος, πηγαίνοντας σ’ αλλόγλωσσους
ανθρώπους, στην Τεμέσα: γυρεύω ν’ ανταλλάξω σίδηρο γυαλιστερό
που φέρνω, με χαλκό»[8]
Κι ύστερα:
«Ψωμί τους μοίραζε ο Μεσαύλιος [δούλος]
τον είχε μόνος του αποκτήσει ο χοιροβοσκός(…)
με χρήματα δικά του τον αγόρασε απ’ τους Ταφίους»[9],
ή από την εξομολόγηση μιας Φοίνισσας:
«Μ’ άρπαξαν και με πήραν ληστές απ’ την Τάφο»[10]
κι ακόμα:
«…που πήγε τους Θεσπρωτούς να βλάψει
με πειρατές απ’ την Τάφο»[11].
Διάσημοι λοιπόν ναυτικοί της εποχής που επιδίδονταν στο εμπόριο ίσαμε την Κύπρο και τη Φοινίκη και δε δίσταζαν να προβούν σε κουρσάρικες επιδρομές και σε εμπόριο σκλάβων. Κοσμογυρισμένοι οι Τάφιοι ίδρυσαν και αποικίες, τόσο στον Ελλαδικό χώρο όσο κι έξω απ’ αυτόν. Η Νίσυρος φέρεται να αποικίστηκε και από τους Τάφιους καθώς: «Οι πρώτοι κάτοικοι ήταν (…)Πελασγοί, Κάρες, Λέλεγες, Τάφιοι»[12], ενώ το ίδιο συμβαίνει με την Καπρία (σημερινό Κάπρι), όπως αναφέρει ο Βιργίλιος στην Αινειάδα.[13] Ο Δαίρπφελντ θεωρεί ότι η ομηρική Ιθάκη είναι η Λευκάδα, ο Κάλαμος η Τάφος, ενώ το Μεγανήσι τα Κροκύλια[14], μια άποψη που καταρρίπτεται ως προς το Μεγανήσι από την ισχυρή επιχειρηματολογία του καθηγητή Κώστα Πάλμου[15].
Από τους τεράστιους ογκόλιθους που ακόμα και σήμερα είναι ορατοί στο λιμάνι του Βαθιού καταδεικνύεται ο ναυτικός πολιτισμός του νησιού κατά τη μυκηναϊκή περίοδο. Σύμφωνα με τον Ι. Ραγκαβή από το 1854 «Ο μέγιστος και άριστος των λιμένων καλείται Βαθύ και κείται κατά το βόρειον ένθα φαίνονται και λείψανα της αρχαίας μητροπόλεως των Ταφίων»[16]. Το ίδιο επιβεβαιώνει και ο Ι.Ροντογιάννης, ιστορικός της Λευκάδας[17]. Έτσι λοιπόν οι Τάφιοι δε θα μπορούσαν να λείψουν από τον Τρωικό πόλεμο. Συμμετείχαν με σαράντα επανδρωμένα πλοία, τρομερός αριθμός , αν σκεφτεί κανείς ότι ο Αίαντας ή ο Οδυσσέας έστειλαν μόλις δώδεκα έκαστος![18] Ο Ευριπίδης υπογραμμίζει το γεγονός στην Ιφιγένεια η εν Αυλίδι:
«Τα πολεμόχαρα λευκά κουπιά
των Ταφίων ο βασιλιάς ο Μέγης
κυβερνούσε, του Φυλέα το παιδί,
που τα νησιά, τις Εχινάδες, άφησε,
εκεί που δεν κοτάν οι ναύτες να ζυγώσουν»! [19]
Τα στοιχεία που υπάρχουν για τους κατοπινούς αιώνες ουσιαστικά είναι ελάχιστα, αφού όπως φαίνεται η Τάφος παύει να είναι ανεξάρτητο βασίλειο κι έτσι η μοίρα της συμπλέει μ’ αυτή της Λευκάδας. Ιδιαίτερα μετά την έλευση των Κορινθίων τον 7ο αιώνα π.Χ., οπότε γίνεται αποικία και σύμμαχός της, η ναυτική και στρατιωτική της δύναμη ακολουθεί στις εχθροπραξίες τους Κορίνθιους. Πράγματι η Λευκάδα συμμετέχει στους Περσικούς Πολέμους στέλνοντας τρία πλοία στη Σαλαμίνα και στρατό στις Πλαταιές.[20] Κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο μοιραία είναι με το μέρος των Κορινθίων και άρα των συμμάχων τους Σπαρτιατών, που είχαν ανάγκη εμπειροπόλεμων ναυτικών δυνάμεων.
Στην Ελληνιστική εποχή η Λευκάδα προσχωρεί στο «Κοινό των Ακαρνάνων» και γίνεται η πρωτεύουσά του (272-168 π.Χ.)[21]. Προφανώς σε αυτή τη συνομοσπονδία συμμετέχει κι η Τάφος. Μετά το 168 π.Χ. και την έλευση των Ρωμαίων η περιοχή φθίνει και παρακμάζει. Πάντως θεωρείται διαμετακομιστικός σταθμός, όπως φαίνεται από το πέρασμα του Απολλώνιου του Τυανέα κατά την επιστροφή του από τη Ρώμη[22]. Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος ονομάζει το Μεγανήσι Ταφιούσα. Υποστηρίζει ότι σε αυτό βρίσκονται θαυματουργές λίθοι.
«Του τέταρτου είδους καλείται Ταφιώτικος. Βγαίνει κοντά στη Λευκάδα, στην Ταφιούσα (…)Βρίσκεται στις ποταμιές και είναι στρογγυλός και λευκός»[23].
Κατά τη Βυζαντινή εποχή όλη η περιοχή αποτελεί θέμα (ήτοι φέουδο) και υπάγεται διοικητικά στο Δεσποτάτο της Ηπείρου. Έκτοτε η Λευκάδα αλλάζει πολλούς αφέντες, αφού περνά από τα χέρια των Ορσίνι (κόμητες της Κεφαλονιάς), της δυναστείας των Ανδεγαυών της Νάπολης (που ήταν κι αυτοί που της έδωσαν το όνομα Σάντα Μάουρα, από τη Γαλλίδα προστάτιδα αγία τους), του Βάλτερου Βρυέννιου, του Γρατιανού Τζώρτζη και των Τόκκων. Την εποχή του Βενετσιάνου Τζώρτζη, το 1357, ξεσπά και η εξέγερση των χωρικών γνωστή και ως «επανάσταση της βουκέντρας», που πέντε αιώνες αργότερα θα εμπνεύσει στον Αριστοτέλη Βαλαωρίτη το «Φωτεινό»[24]. Ο Φλωρεντινός ιερέας Κ. Μπουοντελμόντι αναφέρει στις ταξιδιωτικές του περιγραφές στα μέσα του 16ου αιώνα:
«Τελικά, στα ανατολικά [της Λευκάδας] εμφανίζονται μερικά ακαλλιέργητα νησιά που κάποτε κατοικούνταν από Αδελφούς [καλόγερους;], μα που σαν αποτέλεσμα πειρατικών επιθέσεων τώρα πια έχουν ερημωθεί»[25].
Σε μια περίοδο λοιπόν κατεξοχήν φεουδαρχική το Μεγανήσι κρατάει λιγοστούς κατοίκους, κι αυτούς όχι μόνιμα. Τα καλλιεργήσιμα εδάφη είναι περιορισμένα και συνήθως ανήκουν σε ιδιοκτήτες από το Κατωχώρι, τον Πόρο ή το Φτερνό. Ας μην ξεχνούμε ότι η έλλειψη πολιτικής σταθερότητας αφήνει το περιθώριο για κύματα πειρατικών επιδρομών, καθιστώντας το απροστάτευτο Μεγανήσι πρόσφορο στόχο πλιάτσικου. Το δημώδες άσμα:
«Τούρλος λαόν εγλίτωσε
και πάλιν θα γλιτώσει»
που επέζησε της φθοράς του χρόνου, καθώς και κάποια τοπωνύμια, μαρτυρούν ότι υπήρχαν έστω και υποτυπώδεις οχυρώσεις, ιδιαίτερα στην κορυφή του Τούρλου (παραφθορά του Τρούλου), όπου σώζεται ακόμα πέτρινο χαμηλό τείχος, προφανώς για αμυντικούς λόγους[26].
Σημαντικό ρόλο στη ζωή του νησιού γι’ αυτήν την περίοδο φαίνεται να παίζει το μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη που, όπως όλες οι μονές της εποχής, δεν επιτελεί μόνο το ποιμενικό του έργο μα διατηρεί και αρχονταρίκι για τη φιλοξενία ταξιδιωτών και ασφαλώς συμμετέχει ενεργά στην κοινωνική και εμπορική δραστηριότητα (π.χ. πανηγύρια). Η εκκλησία καταστρέφεται περίπου το 1477/9 (προφανώς από την έλευση των Τούρκων και τον εξανδραποδισμό όλης της Λευκάδας), όπως μαρτυρά η επιγραφή στο δυτικό υπέρθυρο :
«1877. ΜΕΤΑ 400 ΕΤΕΙ ΑΝΑΚΕΝΗΣΘΕΙ»[27].
Η σημερινή του μορφή δεν επιτρέπει κανενός είδους ασφαλές συμπέρασμα για την πρώτη εκκλησία, όμως οι αρχαιολογικές εκτιμήσεις τοποθετούν την ίδρυσή της τουλάχιστον δύο αιώνες πριν την καταστροφή του 15ου αιώνα[28]. Ο Άγιος Κωνσταντίνος αποτέλεσε μετόχι του Αγίου Ιωάννη[29] και το χτιστό του τέμπλο τοποθετεί στον 14ο αιώνα την οικοδόμησή του, αν και οι παλαιότερες τοιχογραφίες που σώζονται –έστω και σε θλιβερή κατάσταση- είναι του 17ου αιώνα[30].
Μετά την επικράτηση των Ενετών το 1684 με τον αρχιστράτηγο Μοροζίνι η κατάσταση φαίνεται ν’ αλλάζει. Σε διαταγή του ίδιου την 7η Οκτωβρίου 1684 αναφέρεται:
«Οι προεστώτες των χωρίων της νήσου Λευκάδος Φτερνού και Πόρου κατήγγειλαν ημίν, ότι μολονότι νησίς τις καλουμένη Μεγανήσι τοις ανήκοι, παρενοχλούνται εκάστοτε υπό διαφόρων Κεφαλλήνων και Ιθακησίων, αξιούντων αυτογνωμόνως να σπείρουν τας εν ταύτη γαίας…»[31].
Τελικά με διάταγμα της Ενετικής Συγκλήτου το 1691, ο Γενικός Διοικητής της Επτανήσου παραχωρεί τη γη του Μεγανησίου στον εκ Κεφαλληνίας, Αναστάσιο Μεταξά, μαζί με τον τίτλο του κόμη. Οι γαίες περνούν το 1716 στους ντόπιους και στο προσωπικό του Μεταξά, ενώ το 1719 σε Χιώτες πρόσφυγες (γύρω στα 130 άτομα, καθολικά στο θρήσκευμα), πάντα με την υποχρέωση καταβολής μισθώματος στην Ενετική Διοίκηση[32]. Την ίδια εποχή φτάνουν έποικοι από την Ακαρνανία, την Ιθάκη, την Κεφαλονιά, αλλά και την ίδια τη Λευκάδα. Οι διάσπαρτες καλύβες συναρτούνται και προκύπτουν οι δύο πρώτοι μικροί οικισμοί: το «Κάτω Μέρι» και το «Απάνου Μέρι», που αντιστοιχούσαν στο Κατωμέρι και το Σπαρτοχώρι[33].
«Ήλθον εις τη νησίδα Μεγανήσι ελληνικοί τινές οικογένειες εκ Ξηρομέρου και εσχημάτισαν δύο μικρά χωρία, αποτελούμενα εξ εκατόν περίπου καλυβών»[34], αναφέρει ο Γενικός Προνοητής Φ. Γκριμάνι σε επιστολή του στις 15-11-1760. Το γεγονός υποστηρίζεται κι από τον ίδιο το Δήμο Τσέλιο- Φερεντίνο:
«Ήτον τρία σόγια κάτοικοι. Θιακοί, Ξερομερίτες και Κεφαλληναίοι»[35].
Οι αμέσως επόμενες δεκαετίες μοιάζουν να κυλούν ήρεμα και φτωχικά σε ένα νησί που πασχίζει να σταθεί στα πόδια του σε ένα αβέβαιο όσο και ανασφαλές περιβάλλον. Ο Ραγκαβής αναφέρει ότι αυτήν την εποχή περιτριγυρίζουν το νησί Ναπολιτάνοι αλιείς κοραλλιών, αφού οι ακτές του είναι «μέγα καλλίστου κοραλλίου αγρευτήριον»[36]. Αυτό μας επιτρέπει να υποθέσουμε ότι και το ντόπιο στοιχείο θα πρέπει σταδιακά να στρέφεται ξανά προς τη θάλασσα, όπως εξάλλου επέτασσε η παράδοσή του. Φυσικά το Μεγανήσι δε διαθέτει τον πληθυσμό, ούτε τα μέσα για να επανδρώσει αξιόμαχο στόλο, εντούτοις στα Ορλωφικά του 1768 συναντάμε δύο Μεγανησιώτες ανάμεσα στους 43 αποκηρυγμένους στασιαστές[37].
«Με όλους τους διακόσιους του Λεπενιώτη επήρα τα καΐκια και εκάμαμε τεσβάρκο εις το Μεγανήσι, και εδιώξαμε τους Φραντσέζους, και εκάμαμεν στάσιν εκεί», αναφέρει ο Κολοκοτρώνης για τη χρονιά του 1810[41].
Η επαναστατική και εθνικιστική φλόγα που φουντώνει σ’ όλη την Ευρώπη δεν αφήνει ανεπηρέαστη και τούτη τη γωνιά του Ιονίου. Μικρής έκτασης εξεγέρσεις, για περισσότερα δικαιώματα και λιγότερη φορολογία, βρίσκουν και Μεγανησιώτες συμμετέχοντες. Η Αγγλική κατοχή από το 1815 είναι ωστόσο σιδηρά και οι στασιαστές τιμωρούνται παραδειγματικά και αποτρόπαια. Υπό τη σκιά της αγχόνης αρκετοί διαφεύγουν στο Ξηρόμερο για να πάρουν μέρος στον ένοπλο αγώνα που ενηλικιώνεται. Κι αυτό γιατί ο πληθυσμός του νησιού ανήκει στο «πόπολο» κι όχι στο προνομιακό «αρχοντολόι». Ο Υποναύαρχος W.H.Smyth αναφέρει:
«Μεταξύ των νησίδων, το Μεγανήσι κρατά την πρωτοκαθεδρία, καθώς εισάγεται και από το όνομα. Μα από τότε που από τη στάση του 1819 έγινε άντρο συνωμοτών, βρέθηκα κάτω από την ανάγκη να αφοπλίσω τους κατοικοεδρεύοντας εις αυτό και για ένα διάστημα να περιορίσω την ενδοεπικοινωνία με τους γείτονας»[42].
Κι όσο για τη γενικότερη κατάσταση στο νησί, τα πράγματα δεν είναι πιο ρόδινα:
«Το πρώτο βράδυ σταθήκαμε στο Μεγανήσι και είχαμε την ευκαιρία να δούμε ένα σημαντικό κομμάτι αυτού του φτωχού και άγονου νησιού με πληθυσμό πεντακοσίων ψυχών, συγκεντρωμένο σε τρία χωριά, σε τραχύτερες συνθήκες απ’ ότι οι διαμένοντες στη βουνίσια περιοχή του Τζάντε, γενικά φτωχοί, εξαθλιωμένοι και βρώμικοι. Οι άντρες λέγεται ότι είναι πολύ νωθροί, ενώ οι γυναίκες εργατικές και υπερφορτωμένες. Εξαρτούνται για πόσιμο νερό από δυο πηγάδια κοντά στην ακτογραμμή…»[43]
θα γράψει ένας Άγγλος περιηγητής. Κάτω από αυτές τις συνθήκες η συμμετοχή στην Ελληνική Επανάσταση του 1821 είναι μάλλον επιβεβλημένη για τους Μεγανησιώτες.
[ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ]
[3] Κώστας Πάλμος, Μεγανησιώτικα, ΑΓΡΑΜΠΕΛΗ, ΑΘΗΝΑ 1992, σελ. 11
[4] Για τις αναφερόμενες ανασκαφές ίδε :
και Leekley Dorothy and Robert Noyes. 1975. Archeological Excavations in the
[5] Στράβων, Γεωγραφικών, 8, 332, εκδ. ΚΑΚΤΟΣ, ΑΘΗΝΑ 1992, μτφρ. Π. Θεοδωρίδης.
[6] Πίνδαρος, Νεμεόνικοι-Ισθμιόνικοι, εκδ. ΚΑΚΤΟΣ, ΑΘΗΝΑ 1992, σελ. 181.
[7] Ηρόδοτος :5. Τερψιχόρη, εκδ. ΚΑΚΤΟΣ, ΑΘΗΝΑ 1992, σελ. 97, μτφρ. Φιλολογική Ομάδα Κάκτου.
[8] Όμηρος, Οδύσσεια α’ 183, όπ.
[9] Όμηρος , Οδύσσεια ξ’ 461, όπ.
[10] Όμηρος, Οδύσσεια ο’ 427, όπ.
[11] Όμηρος, Οδύσσεια π’ 428, όπ.
[12] http://users.forthnet.gr/kos/frantzis/history2.htm
[13] Βιργίλιος, Αινειάδα VII 735 (“Teleboum Capreas cum regna teneret”), ίδε: www.thelatinlibrary.com/verg.htm
[14] Επετηρίδα Εταιρίας Λευκαδικών Μελετών, τομ Β’, σελ. 146.
[15] Κώστας Πάλμος, Μεγανησιώτικα, ό.π., σελ 14.
[16] Κώστας Πάλμος, Μεγανησιώτικα, ό.π., σελ 14
[17]
[18] Όμηρος, Ιλιάδα β’ 625
[19] Ευριπίδης, Ιφιγένεια η εν Αυλίδι, εκδ. ΚΑΚΤΟΣ, ΑΘΗΝΑ 1992, μτφρ. Κ. Γεωργουσόπουλος.
[20] Κώστας Πάλμος, Μεγανησιώτικα, ό.π., σελ 17
[21] Δημήτρης Τσερές, Η Λευκάδα Μέσα από την Ιστορία, http://lefkada.gr/pages.asp?pageid=630&langid=1
[22] Φιλόστρατος, Τα ες τον Τυανέα Απολλώνιον, Ε’: XVIII, εκδ. ΚΑΚΤΟΣ, ΑΘΗΝΑ 1992.
[23] C.Plinii Secundi, Naturalis Historiae Libri, XXXVII, (www.google.books.gr)
[24] Δημήτρης Τσερές, ό.π.
[25] Christopher Bondelmondi, Librum Insularum Archipelagi, Lipsiae et Beroloni, 1824 : 56.
[26] Κώστα Πάλμου, Μεγανησιώτικα, ό.π., σελ.18
[27] Κώστα Πάλμου, ό.π., σελ 36
[28] Μαρτυρία Δημητρίου Πολίτη, αρχαιολόγου.
[29] Κώστα Πάλμου, ό.π., σελ. 43
[30] Κώστα Πάλμου, ό.π., σελ 44
[31] Κ. Μαχαιρά, Η Λευκάς επί Ενετοκρατίας, 1684-1797, ΑΘΗΝΑ 1951, σελ.145
[32] Κ. Μαχαιρά, ό.π., σελ 140-2, 214.
[33] Κώστα Πάλμου, ό.π., σελ. 21
[34] Κ. Μαχαιρά, ό.π., σελ.137
[35] Γεώργιος Τερτσέτης, Αυτογραφικά Απομνημονεύματα του Δήμου Τσέλιου, Τερτσέτη Άπαντα, τομ. Β’, εκδ. ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΙΑΒΑΝΗΣ, ΑΘΗΝΑ 1967, σελ. 20.
[36] Κώστα Πάλμου, ό.π., σελ. 22.
[37] Κώστας Πάλμος, ό.π., σελ. 22
[38] βλ. και Δημήτριος Τσερές, ό.π.
[39] Κώστας Πάλμος, ό.π., σελ. 23.
[40] Ι. Ροντογιάννη, ό.π., Β’ τόμος, σελ. 148.
[41] Γεώργιος Τερτσέτης, ό.π. τομ. Γ’, σελ. 94.
[42] Smyth, Rear- Admiral W.H., The Mediterranean: a Memoir, Physical, Historical and Nautical, John W.Parker and Son,
[43] J. Davy, Notes and Observations on the Ionian Islands and
8 σχόλια:
Παναγιωτη ευχαριστω για το link,δεν το ηξερα.Αμα θελεις βρισκεις..
Παρομοιες ιστοριες,για την εργατικοτητα των γυναικων και την νωθροτητα των ανδρων,κυκλοφορουν και εδω.Λες να ειναι ενα ακομη στοιχειο που να υποδεικνυει κοινους προγονους;
Σπουδαία δουλειά Παναγιώτη. Έχει διάβασμα εδώ μπόλικο.
@Μέτοικος
Θαρρώ πως τη συγκεκριμένη εποχή σε όλο τον ελληνικό χώρο θα συναντούσες τέτοια...κατανομή εργασίας μεταξύ ανδρών και γυναικών. Πάντως μέχρι πριν 10-15 χρόνια μπορούσες να δεις στο Μεγανήσι τον άντρα να επιστρέφει καβάλα στον -ούτως ή αλλως- φορτωμένο γάιδαρο και τη γυναίκα να τραβάει το σχοινί πεζή.
Δυστυχώς οι εναπομείναντες όνοι είναι ελάχιστοι. :-)
@Τάκη
Κάτσε να βάλω και το δεύτερο μέρος και το διαβάζεις όλο μαζί. :-)
Πολύ καλό! Αναμένουμε το 2ο μέρος.
Εξαιρετικο! Να ταξειδι πρωι-πρωι. Ευχαριστω Παναγιωτη. Περιμενω με ανυπομονησια την συνεχεια...
Διαβάζω από τώρα, μη χολοσκάς, αλλά γιατί όλα τα λίνκια που έχεις βάλει σε αριθμούς μέσα σε αγκύλες, π.χ. [12] δεν οδηγούν πουθενά; Φταίει που είναι ακομη το άρθρο στα πανωσηκώματα;
Έχω κακομάθει βλέπεις να διαβάζω τα άρθρα στο ιντερνέτι πατώντας διαρκώς σε κάθε ενδιαφέρουσα παραπομπή, να την κοιτάζω διαγώνια στο παραθυράκι της, να την σημειώνω για παραπέρα μελέτη ή όχι, και να ξαναγυρίζω στο κύριο πιάτο.
@skaros /espectador
Ευχαριστώ για την προσοχή.
@Τάκη
Απλά γιατί δεν είναι λίνκια! Περιμένεις περισσότερα από όσα μπορεί η τεχνολογική μου αδεξιότητα να σου παράσχει. Το κείμενο γράφτηκε πέρυσι για το Πολιτιστικό Συμπόσιο που οργάνωσε με τεράστια επιτυχία ο Δήμος μας και μεταφέρθηκε εδώ από το γουόρντ, οπότε οι ομορφιές που μου έβγαλε ήταν άνω των δυνάμεών μου. Δεν είδες εκείνο το γιγάντιο "Κι ύστερα", που δεν κατάφερα να το τιθασεύσω με τίποτα; :-)
Πάντως οι παραπομπές είναι ορθές.
Δημοσίευση σχολίου