Πέμπτη 5 Ιουνίου 2014

Η απατηλή λάμψη της ματαιοδοξίας

 
Η απατηλή λάμψη της ματαιοδοξίας

Και αίφνης εγένετο φως και μάλιστα ιλαρό! Βουίζει ο τόπος, πάει να πει, για το περιλάλητο πάρτι διαρκείας της δεσποσύνης Ριμπολόβλιεβα στο νέο της φέουδο, τον γειτονικό μας Σκορπιό.
 

Κανάλια, παρακάναλα, παπαράτσι, ο κρατικός μηχανισμός σύσσωμος, επίσημοι, ημιεπίσημοι και παρατρεχάμενοι, όλοι με τον οργασμό και την κινητικότητα ενός μελισσιού την Άνοιξη. Ευτυχώς που κάνει και πάρτι κανένας μαικήνας να δούμε άσπρη μέρα. Γιατί, είναι ολοφάνερο ότι από την επομένη του πάρτι η ζωή μας δεν θα είναι ποτέ πια η ίδια. Θα έχει αλλάξει επίπεδο, status βρε παιδί μου, πώς το λένε! Εντάξει, δεν λέω, μπορεί ακόμα να έχουμε ανασφάλιστους, άνεργους, ακόμα και πεινασμένους συμπολίτες μας, αλλά θα μας έχει μείνει λίγη από την χρυσόσκονη του lifestyle στους ώμους για να καμαρώνουμε, σωστά;
 
Γιορτάστε λοιπόν, ξεφαντώστε με τα βεγγαλικά που θα βάψουν τον αίθριο μεγανησιώτικο ουρανό! Εξάλλου ο πολυεκατομμυριούχος Ρώσος θα μας κάνει και αγαθοεργίες, προσφορές, δωρεές, να μην είμαστε και αγνώμονες! Μια υπόκλιση, μια γονυκλισία ή ένα χειροφίλημα είναι το ελάχιστο που μπορούμε να κάνουμε.

Ζητώ την κατανόησή σας για την μέχρι τώρα ασύγγνωστη ιλαρότητα, αλλά κάτι πρέπει να κάνω κι εγώ για να σκεπάσω την θλίψη μου. Θλίψη για ορισμένα χαρούμενα πρόσωπα που βλέπω γύρω μου. Τι χαρούμενα δηλαδή, εκστασιασμένα για το πάρτι της κόρης του μεγιστάνα. Το επιφανειακό επιχείρημα βέβαια που χρησιμοποιείται για να δικαιολογήσει την ασυνήθιστη ευφορία, δεν είναι άλλο από το ότι αυτό θα αποτελέσει μια πρώτης τάξης διαφήμιση για το νησί μας. Κατά βάθος όμως δεν είναι αυτός ο λόγος της διάσπαρτης χαράς (αιτιολόγηση, έτσι κι αλλιώς αμφιλεγόμενη). Είναι η βαθιά ριζωμένη νοοτροπία ότι ο ξένος είναι «καλύτερος» και ότι ασφαλώς «θα μας σώσει» με τα λεφτά του (ή με το μαγικό ραβδί του).
 
Εντούτοις δεν μπορώ παρά να αναρωτιέμαι. Αναρωτιέμαι πώς μπορεί κάποιος που δεν είναι καν μεσήλικας να γίνεται δισεκατομμυριούχος. Μόνο έναν τρόπο γνωρίζω και αυτός δεν είναι με τον ιδρώτα του μετώπου του, αλλά με τον ιδρώτα πολλών χιλιάδων ή εκατομμυρίων άλλων μετώπων, τα οποία και εκμεταλλεύτηκε.

Αναρωτιέμαι επίσης πόσο αποδοτική είναι η αποικιοκρατική συμπεριφορά και το συνακόλουθο μοίρασμα χαντρών μέσα στους αιώνες, και πόσο δεκτικός μπορεί να γίνεται ετούτος ο λαός σε αλλότριους «σωτήρες», μολονότι έχει περάσει πολλά δεινά από δαύτους.

Αναρωτιέμαι ακόμα πόσο κοντή μνήμη, μνήμη χρυσόψαρου, πρέπει να έχει κάποιος ώστε να παραμερίζει τα δυσεπίλυτα προβλήματα μιας βασανιστικής καθημερινότητας, να ξεχνάει το αχανές τέλμα στο οποίο τσαλαβουτάει η χώρα του για να ασχοληθεί με την απατηλή λάμψη της ματαιοδοξίας. Και τέτοιοι στοχασμοί μόνο θλίψη μπορούν να προκαλέσουν.
 
Μολονότι πάνε χρόνια πολλά από τότε, δεν έχω ξεχάσει τα αδιάλειπτα φωτάκια που έκαναν προσελήνωση τα καλοκαίρια στον Σκορπιό. Καθόμουν στο μικρό μπαλκονάκι του πατρικού μου, δίπλα στην γλάστρα με τον βασιλικό και θύμωνα με τα ιπτάμενα μέσα που χαράκωναν τον ορίζοντα: ένα σμάρι σιδερένιων πυγολαμπίδων που κουβαλούσαν «τους ξένους» για να συμμετέχουν στα ολονύκτια πάρτι της Χριστίνας Ωνάση. Μου έκρυβαν ένα κομμάτι από την έναστρη νύχτα. Και οι θορυβώδεις ήχοι που έφταναν μέχρι το Μεγανήσι και διαλαλούσαν την δύναμη του πλούτου μου έκλεβαν κάτι από την γαλήνη της παιδικότητάς μου. Η λάμψη όμως εκείνης της ματαιοδοξίας δεν κράτησε πολύ. Την μοίρα της την ξέρουν όλοι και δεν την νοσταλγεί κανείς. Ούτε και σήμερα θα κρατήσει για πολύ. Είναι νομοτελειακό. Γιατί είναι φθαρτή, ανούσια, γιατί δεν είναι παρά ένα μέσο επίδειξης και μάλιστα πρόσκαιρης, γιατί ακριβώς είναι απατηλή.
 
Εντούτοις ακόμα και σήμερα το ίδιο θυμωμένος αισθάνομαι. Φοβάμαι όμως ότι σήμερα πια, ανήκω στην μειοψηφία. Ας είναι. Ακόμα μπορώ να πάω να μυρίσω τον βασιλικό στην αυλή μου. Κι αυτό ακριβώς θα κάνω.