Περπατάς σε ένα δρόμο και ξαφνικά δεν είναι ο δρόμος που γνωρίζεις. Κάτι συμβαίνει, έχει πολλά φώτα, πολύχρωμα φώτα. Και χαμόγελα. Γυαλιστερά χαμόγελα σαν το χαρτί περιτυλίγματος. Από παντού ξεπηδά μια θαλπωρή. Μια φιλικότητα ξένη προς την καθημερινότητά σου σε περιτριγυρίζει. Και τότε συνειδητοποιείς ότι πλησιάζουν τα Χριστούγεννα.

Από την εποχή που η 25η Δεκεμβρίου καθιερώθηκε σαν γιορτή της Χριστιανοσύνης, τη συνδέουμε με ένα γεγονός (τη γέννηση του Χριστού) απροσδιορίστου χρονολογίας. Είναι φυσικά αλήθεια ότι τις μέρες αυτές προ αμνημονεύτων ετών, λόγω του χειμερινού ηλιοστασίου, γιορτάζονταν μια ευρεία γκάμα θεοτήτων που είχαν σχέση με το φως και τη φύση. Το αν η γέννηση του Θεανθρώπου συμπίπτει ή όχι χρονικά, έχει λίγη σημασία. Αυτό που θα έπρεπε να είναι σημαίνον είναι το βαθύτερο νόημα της. Και αυτό που βαραίνει σήμερα για πολλούς είναι δυστυχώς μόνο η γιορτή, αυτή καθ’ εαυτή. Όχι το πνευματικό της μήνυμα ή ο συμβολισμός της, αλλά η ευκαιρία για διασκέδαση.

Συν τοις άλλοις, όλοι ξαφνικά θυμούνται ότι υπάρχει ανθρωπιά, αγάπη, συμπόνια, οικογενειακή θαλπωρή. Είναι άσχημο αυτό; Στο βαθμό που γίνεται εμπορεύσιμο, αμετάκλητα απαντώ, ναι! Το ζητούμενο είναι η γιορτή αυτή να σηματοδοτήσει κάτι πιο μόνιμο, πιο πνευματικό, αποσυνδεόμενη από τα υλιστικά δεσμά της. Αυτό φυσικά απαιτεί να γίνει το όχημα αφενός για την απεξάρτηση από τη μαζική ψυχολογία, αφετέρου για την ενδοσκόπηση την τόσο απαραίτητη για την εκδήλωση της ατομικής αρετής. Της καθημερινής αρετής. Κι αν πρέπει να το πάρω απόφαση ότι τα Χριστούγεννα δε δωρίζουν απλόχερα την ευτυχία, μπορούν ωστόσο να νοικιάσουν λίγη.
Κάτι τέτοια σκέφτομαι τέτοιες μέρες, για να δικαιολογήσω γιατί δε μπόρεσα να τη δω ποτέ σαν ξεχωριστή γιορτή. Ίσως βέβαια να φταίει και το ότι οι γιορτές –και οι συνακόλουθες αργίες- κρύβουν στα σωθικά τους τη μελαγχολία μιας Κυριακής. Ίσως πάλι επειδή καθετί περιοδικό μοιάζει να κουβαλά την ψευδαίσθηση της αιωνιότητας, αλλά κατά βάθος υπόκειται στη φθορά ενός γραμμικού χρόνου. Όπως και να ‘χει οι χριστουγεννιάτικες εικόνες μου δεν είναι παρά θραύσματα μνήμης. Το αν ρέπουν προς την ευτυχία ή τη θλίψη έχει λίγη σημασία. Απομένουν στοργικά τακτοποιημένες στο κελάρι της συνείδησής μου κι αυτό μου παρέχει την ευκαιρία να γίνομαι ερανιστής συναισθημάτων. Αυτό είναι το κέρδος μου. Το ιδιωτικό μου αρχείο στιγμών. Αυτό που κάνει μια γιορτή –ή μια στιγμή- δική μου κι όχι δημόσια. Και κάτι περισσότερο. Την κάνει άυλη, για να μην είναι αναλώσιμη.

Θυμάμαι λοιπόν τους νέους να γελάνε και να χαριεντίζονται πίνοντας ένα κόκκινο ζεστό αλκοολούχο ποτό στην πλατεία του Δημαρχείου της Βιέννης. Θυμάμαι μια γάτα να χασμουριέται δίπλα στο τζάκι. Ένα χαρούμενο καρουζέλ στο Κόβεντ Γκάρντεν. Τα βαρελότα που πετούσαν οι Σεβιλλιάνοι από τα μικρά μπαλκόνια. Έναν βλοσυρό και κρύο καθεδρικό ναό και μια Λειτουργία σε μια γλώσσα άγνωστη. Μια μαριονεττίστα με βαμμένο πρόσωπο στη σφύζουσα πλατεία Βεγκεσλάου. Ξεραμένα φύλλα κοντά στην Κασταλία, που τα μαζεύαμε για το άλμπουμ μας. Έναν ρακένδυτο άντρα πάνω από τη σχάρα εξαερισμού του παριζιάνικου μετρό, δίπλα στο δέντρο με τα αγγελάκια. Ένα επιτραπέζιο παιχνίδι καλά κρυμμένο κάτω από το κρεβάτι. Το χιόνι να πέφτει από τα κλαδιά του έλατου κάθε φορά που ανοίγαμε τα παντζούρια. Ένα βιτρώ χριστούλη σ’ ένα μαγαζάκι πίσω από την πιάτσα Ναβόνα. Ένα εύθυμο βαλς. Ένα κόκκινο λουλούδι. Ένα παλιό βιολί. Και δυο πρωινά χαμόγελα.
Θυμάμαι όλα όσα απέσπασα από το απαστράπτον παρόν τους και τα στρίμωξα στη σκοτεινιά του παρελθόντος μου. Σαν μικρά κομμάτια ενός παζλ, που δεν ξέρω τι θα δείχνει τελικά, μα που η σύνθεσή του με γεμίζει ευωχία. Μια εικόνα ασχημάτιστη, θολή, όπως όταν μισοκλείνεις τα μάτια κόντρα στα πολύχρωμα φωτάκια, ή πάλι σα να στάζει χρυσόσκονη από το ταβάνι και ν’ αφήνεις λίγη να σου θολώσει την όραση. Δεν το αρνούμαι. Έχω υπάρξει αμετανόητος κλέφτης του χρόνου των Χριστουγέννων.

Πολλές φορές αναρωτιέμαι, αν τελικά τα Χριστούγεννα είναι μια ευκαιρία για να αγαπάμε, γιατί να μην τα γιορτάζουμε διαρκώς; Γιατί να αναζητάμε μια ημέρα στις τόσες για να απιθώσουμε τη ζεστασιά μας σε κοινή θέα; Γιατί να μην κάνουμε δώρο την ανθρωπιά μας από τη μια αυγή στην άλλη, το ίδιο αθόρυβα σα να αφήναμε ένα μπουμπούκι δίπλα στο μαξιλάρι; Κι αυτή ακόμα τη νοικιασμένη ευτυχία, ας την κάνουμε μοιρασιά. Να ‘χουν όλοι, για να ‘ναι όλη δική μας.

Καλά Χριστούγεννα, όλο το χρόνο.