Πάνε δεκαπέντε, ίσως δεκάξι μήνες από τότε που έμαθα για την ασθένεια. Ένας καθωσπρέπει γιατρός με περιποιημένο μούσι και γυαλιά με χρυσό σκελετό μου είχε χαμογελάσει παρηγορητικά πριν αρχίσει να μου εξηγεί για το πως ένα κύτταρο τρελαίνεται ξαφνικά και αντίθετα με τις επιταγές της φυσιολογίας αρχίζει να πολλαπλασιάζεται ξανά και ξανά. Άναρχα, επαναστατικά, ανερώτητα και κυρίως με σπουδή. Τον κοιτούσα αμίλητος και θυμάμαι ότι αισθανόμουν οίκτο. Σα να ήταν αυτός ο ίδιος ο ασθενής. Ή ίσως πάλι και για το επάγγελμά του που κουβαλάει τις ενοχές των κακών μαντάτων. Στο τέλος είχα χαμογελάσει αχνά, αρνούμενος τις προτεινόμενες "θεραπείες" και είχα αποχωρήσει από το πολυτελές γραφείο διακριτικά. Μέχρι να φτάσω στην έξοδο το είχα αποφασίσει.

Είχα αρχίσει από εκείνη τη μέρα να παραγγέλνω βιβλία. Όλο και περισσότερα βιβλία. Χωρίς κάποια υποτυπώδη στόχευση, χωρίς σχέδιο και κυρίως, χωρίς μέτρο. Η βιβλιοθήκες μου είχαν ξεχειλίσει καιρό πριν. Τα βιβλία είχαν ξεχυθεί σε κάθε έπιπλο του σπιτιού. Αλλά τώρα απλώνονται ανεξέλεγκτα παντού. Στα ντουλάπια, στο κρεβάτι, στο πάτωμα. Χάρτινοι πύργοι υψώνουν φράγματα καταμεσής στο σπίτι. Αναγκάζομαι πια να ανοίγω στενές διαβάσεις ανάμεσα στα τείχη των σελίδων.

Καμιά φορά επιτρέπω στον εαυτό μου την πολυτέλεια του στοχασμού. Αποξεχνιέμαι και αναλογίζομαι τη θέση μου. Θα φαινόταν παράδοξη τόση βιβλιομανία σε κάποιον απλό άνθρωπο. Ίσως ακόμα και στο σύνολο των ανθρώπων. Γιατί έχουν μάθει να διαβάζουν με το νου, όχι με το είναι. Έχουν συνηθίσει να μελετούν την ύπαρξη κι όχι την ουσία. Την περίπτωσή μου θα τη χαρακτήριζαν απαξιωτικά κλινική. Δε με πειράζει. Άλλωστε οι άνθρωποι δε χωρούσαν ποτέ στη ζωή μου. Τώρα πια δε χωρούν ούτε στο σπίτι μου.
Δε μου έχει λείψει η δράση. Ούτε το γέλιο. Ούτε η συμπόνοια, η φιλία, η αγάπη. Τα έχω δίπλα μου όλη την ώρα. Τι κι αν είναι μόνο λέξεις; Οι λέξεις δομούν τον κόσμο. Κι αυτές μπορούν να τον αποδομήσουν φτιάχνοντας νέους κόσμους. Σ' αυτούς ζω εδώ και μήνες. Κι αυτό είναι αρκετό. Τι λέω, είναι κάτι περισσότερο από αρκετό. Είναι το μόνο που μου απομένει.
Που μπορεί να φωλιάζει όλη η αλήθεια; Σε ένα φιλοσοφικό σύγγραμμα; σε ένα θεολογικό κείμενο; σε μια ιστορική καταγραφή; σε ένα απόφθεγμα; σε μια βαθυστόχαστη φράση; Δεν ξέρω ακόμα. Αλλά όλο και περισσότερο διαισθάνομαι να πλησιάζω. Νιώθω το γλυκό μυρμήγκιασμα της αποκάλυψης να κοντεύει. Μετά το χάνω ξανά. Πεισμώνω και ξαναβουτάω στα βαθιά. Χάνομαι στις λαβυρινθώδεις οδούς των λέξεων. Τις βλέπω να φωτίζονται αργά και μετά να ξανασκοτεινιάζουν. Είναι βασανιστικό. Και είναι ηδονικό. Ω! ναι. Νιώθω ότι είμαι κοντά.
Τις τελευταίες μέρες έχω γίνει βάναυσος με τα βιβλία. Μερικά είναι κουραστικά αδειανά. Τα πετάω άτσαλα από δω κι από' κει. Άλλα είναι γεμάτα φληναφήματα. Τσαλακώνω τις σελίδες τους με βιάση, χωρίς υπομονή. Προχτές δεν έβρισκα πουθενά το τασάκι κι έσβησα το τσιγάρο μου πάνω σ' ένα απ' αυτά. Έμεινε λίγη στάχτη και μια άσχημη μαύρη ουλή στο χοντρό εξώφυλλο. Κάτι δεν πάει καλά. Ίσως είναι αυτή η ιδέα που έχει τρυπώσει στο μυαλό μου. Μα που βρήκε χώρο να σταθεί;
Χτες δεν κοιμήθηκα καθόλου. Το παράξενο δεν είναι αυτό. Είναι το ότι δεν μπορώ πια να διαβάσω. Πιάνω ένα βιβλίο και το ξεφυλλίζω απαθώς. Οι σελίδες μοιάζουν λευκές, άγραφες. Για όλα φταίει αυτή η ιδέα.
Κάποιοι υποστηρίζουν ότι ο άνθρωπος καταλαβαίνει το τέλος του όταν αυτό πλησιάζει. Τώρα ξέρω ότι έχουν δίκιο. Πάει καιρός από την τελευταία φορά που κοιτάχτηκα στον καθρέφτη. Βλέπω όμως τη διαφορά στα πολυφορεμένα ρούχα μου. Απίσχνανση, θα έλεγε ένας γιατρός. Κι εγώ θα χαμογελούσα πικρά. Γιατί ξέρω ότι είναι η ιδέα που με κατατρώει. Μπήκε μέσα μου ύπουλα και αιφνιδιαστικά. Είναι η υπόνοια της μη ύπαρξης αλήθειας. Είναι το θεμέλιο της ματαιότητας. Κάθε λεπτό που περνάει σιγουρεύομαι περισσότερο. Όχι, η αλήθεια δεν ήταν αυτό το μικρό φως που πολλές φορές πλησίασα. Δεν ήταν αυτή η τρεμάμενη φλόγα, σαν από πυγολαμπίδα, που ατέρμονα στριφογύριζα γύρω της, χωρίς να την αγγίζω. Γιατί πως ν' αγγίξω αυτό που δεν υπάρχει;

Νιώθω να ζεσταίνομαι σα να έχω πυρετό. Κάτι με πνίγει, σαν σκόνη. Θέλω να βήξω. Ασφυκτιώ. Τινάζομαι και παραπατώντας φτάνω στη μπαλκονόπορτα. Την ανοίγω με δυσκολία. Είχε μήνες ν' ανοίξει. Βγαίνω στον έξω κόσμο. Μια ριπή αέρα μου γδέρνει το πρόσωπο. Παίρνω βαθιές ανάσες που μου καίνε τον ουρανίσκο. Ζαλίζομαι για λίγο, μα η ζάλη περνά. Μπαίνω αργά στο δωμάτιο. Μια αποφορά με χτυπά. Είναι άραγε από τα βιβλία που πήραν να σαπίζουν;
Πρέπει να τα ξεφορτωθώ όσο έχω ακόμα καιρό. Βουτάω την πρώτη στοίβα. Βγαίνω στο μπαλκόνι και λαχανιασμένος αρχίζω να τους ξεσκίζω τη σάρκα. Πετώ τα χαρτιά στο δρόμο. Η μια σελίδα πίσω από την άλλη αιωρείται για λίγο στον αέρα σαν αναποφάσιστος γλάρος και μετά βουλιάζει με ένα άηχο λίκνισμα στο κενό. Κι άλλο βιβλίο. Κι άλλη στοίβα. Ο αέρας απομακρύνει τα φύλλα χαρτιού, τα στροβιλίζει κοροϊδευτικά, τα ρίχνει στο βρώμικο πεζοδρόμιο. Για πολλές ώρες το μπαλκόνι μου φυλλορροεί. Ο ορίζοντας έχει γεμίσει λέξεις. Κι έχω πολλά να σκοτώσω ακόμα.
.....................................................................................................................................
Ένας νεαρός άντρας προχωρά με τα χέρια στις τσέπες του μπλουτζήν, μέσα στο μισοσκόταδο. Προσπαθεί να σκεφτεί κάτι ευχάριστο μα δεν τα καταφέρνει. Το μυαλό του επιστρέφει διαρκώς στη φυλακή. Ο μέντορας του στις διαρρήξεις βρίσκεται δυο βδομάδες εκεί. Αισθάνεται μόνος. Ξαφνικά στρίβοντας σε μια γωνιά βλέπει το δρόμο στρωμένο με σελίδες βιβλίων. Κοιτάζει παραξενεμένος τριγύρω και εύκολα ανακαλύπτει την πηγή της αλλόκοτης βροχής. Μένει για κάμποσο ακίνητος παρακολουθώντας μια τον άντρα στο μπαλκόνι και μια
τις χάρτινες νιφάδες που έχουν καλύψει δρόμο, πεζοδρόμια, αυτοκίνητα, δέντρα, τα πάντα. Μερικές απ' αυτές έρχονται προς το μέρος του. Σκύβει και μαζεύει μια σελίδα. Τη διπλώνει και τη βάζει στην τσέπη του δερμάτινου του. Διασχίζει τον ήσυχο δρόμο και απομακρύνεται. Ίσως και να χαμογελά, αλλά ποιος ξέρει, έτσι βιαστικά που φεύγει;
Ένας νεαρός άντρας προχωρά με τα χέρια στις τσέπες του μπλουτζήν, μέσα στο μισοσκόταδο. Προσπαθεί να σκεφτεί κάτι ευχάριστο μα δεν τα καταφέρνει. Το μυαλό του επιστρέφει διαρκώς στη φυλακή. Ο μέντορας του στις διαρρήξεις βρίσκεται δυο βδομάδες εκεί. Αισθάνεται μόνος. Ξαφνικά στρίβοντας σε μια γωνιά βλέπει το δρόμο στρωμένο με σελίδες βιβλίων. Κοιτάζει παραξενεμένος τριγύρω και εύκολα ανακαλύπτει την πηγή της αλλόκοτης βροχής. Μένει για κάμποσο ακίνητος παρακολουθώντας μια τον άντρα στο μπαλκόνι και μια

4 σχόλια:
η αλήθεια βρισκεται στα άλλα μάτια;
Η αλήθεια βρίσκεται στα άλλα λόγια (ν' αγαπιώμαστε)!
Στα γραπτά μου και κυρίως στη ζωή μου την ψάχνω από καιρό σε καιρό.Ψάχνεις κάτι ΓΝΩΡΊΖΟΝΤΑΣ που βρίσκεται; Μάλλον όχι. Και για να προσπαθήσω να απαντήσω στην ερώτησή σου, δεν υπάρχουν άλλα μάτια. Όλοι τα ίδια μάτια έχουμε. Αυτό που αλλάζει είναι η οπτική γωνία, ή αν θέλεις η επεξεργασία της.
Στα άλλα μάτια = στον Ανθρωπο
Λατρεύω τα βιβλία, αλλά την αλήθεια την ψάχνω στους ανθρώπους, δια ζώσης.
Λέω, δεν ξέρω
:)
Σάμπως ξέρω εγώ;(χαμόγελο).
Αν όμως υπάρχει η αλήθεια στους ανθρώπους(ή αν ενυπάρχει) τότε δεν θα έπρεπε να μεταφερθεί και στα βιβλία, έργα ανθρώπων κι αυτά; Το πρόβλημα είναι πως θα εξάγεις την αλήθεια από τους ανθρώπους. Και το πρόβλημα διογκώνεται αν ανακαλυφθεί (λέω...αν) ότι δεν είναι αυτοί οι φορείς της. Αλλά το πάω μακριά και δεν θέλω να κουράζω. Ίσως κάποια στιγμή...δια ζώσης!
Δημοσίευση σχολίου