Δυσκολεύεσαι όταν είναι να κάνεις κριτική σε φίλους. Κι αν δεν τα πήγαν καλά, τι τους λες; Ευτυχώς, με το
Δημήτρη Μαμαλούκα δεν έχω τέτοιο πρόβλημα. Εξάλλου, πρώτα έγινα φίλος με το έργο του και μετά με τον ίδιο.

Η Μοναξιά της Ασφάλτου λοιπόν, είναι το καινούριο του νουάρ μυθιστόρημα, αυτή τη φορά από τη δικιά μας γειτονιά, τις εκδόσεις Λιβάνη. Λέω νουάρ, διότι το σκηνικό (η βρώμικη και σκοτεινή Μητρόπολη, που δεν κατονομάζεται, αλλά που κανείς δεν έχει αμφιβολία για το ποια είναι), οι χαρακτήρες και οι ρυθμοί ανταποκρίνονται πλήρως στο είδος.
Ο Πετράρχης ( ένας αμερικανόφερτος σήριαλ κίλερ), ο Τσίκης (ένας μπάτσος χωμένος στα σκατά), η Στέλλα (μπατσίνα και η ίδια, αλλά με ομοιότητες που θα της κοστίσουν), η Δέσποινα (μια καθώς πρέπει εργαζόμενη κοπέλα, αλλά με το παρελθόν της να την κυνηγάει ανελέητα), η Μιράντα (μια αφιονισμένη και εσωστρεφής γκόμενα) και ο Αμίρ (ένας δύστυχος αλλοδαπός) είναι οι μύγες που έχει πιάσει η Πόλη στον ιστό της και που πασχίζουν να ξεφύγουν από την ειμαρμένη τους, χωρίς να κατορθώνουν τίποτε περισσότερο από το να έρθουν πιο κοντά ο ένας στον άλλο με τον πιο ανατριχιαστικό τρόπο.
Το μεταφυσικό εύρημα της ομίχλης που πλακώνει την Πόλη από καιρό σε καιρό έρχεται να επιτείνει την αίσθηση της αποξένωσης των ηρώων και να συμβάλει στη σκιαγράφηση της καταχνιάς των ζωών τους. Και η άσφαλτος φυσικά. Η ταχύτητα, ο ίλιγγος των γρήγορων αμαξιών, η ψευδαίσθηση των ουσιών, η κλειστοφοβική λαγνεία, όλα πάνω στην τραχειά και ατελείωτη άσφαλτο. Και μυστικά, μικρά και μεγάλα, από εκείνα που συνθέτουν τις ουσίες όλων μας, μα και μερικά από κείνα που τις κάνουν να αποσυντίθενται, όπως φαίνεται στο σχεδόν "δαντικό" απόσπασμα από το βιβλίο:
"Η κτηνώδης Μητρόπολη τους κατάπινε σιγά σιγά. Σε λίγο του φαινόταν να οδηγεί σε μια πελώρια θάλασσα βρωμιάς και δυσωδίας. Είδε τον εαυτό του να είναι μέσα σε μια ξύλινη βάρκα και να προχωρά με δυσκολία ανάμεσα σε ετοιμοθάνατα πλάσματα. Κολυμπούσαν γύρω του μέσα στο αδιαφανές υγρό που κόχλαζε σαν οξύ (....)η πηχτή θάλασσα όμως που τους κύκλωνε -η ανήλεη Μητρόπολη- τους τραβούσε και πάλι μέσα της κάνοντάς τους να ουρλιάζουν καθώς οι σάρκες τους έλιωναν κι έφευγαν κομμάτια από τα πορφυρά κορμιά τους. Αυτή ήταν η αδηφάγος Πόλη. Χιλιάδες χιλιόμετρα βρόμικων δρόμων, στενών πεζοδρομίων, σκληρής ασφάλτου."
Οι χαρακτήρες του βιβλίου θα συνεχίσουν να κινούνται στα όρια (του νόμου, της ταχύτητας, τα δικά τους) μέχρι που να συγκρουστούν μεταξύ τους και να γίνουν κουβάρι. Ο συγγραφέας πλέκει εδώ τις αλληλουχίες των γεγονότων, τα μοιραία συναπαντήματα και την σημαντική στην εξέλιξη τοπογραφία με περισσή μαεστρία. Χαμογελώ, καθώς τον φαντάζομαι σκυμμένο πάνω από τον χάρτη της Αθήνας να σημειώνει δρόμους, στενά, να υπολογίζει χρόνους, βήματα, μέχρι κεραίας, μέχρι του τελευταίου λεπτού και του τελευταίου μέτρου, για να τοποθετήσει μέσα στο σκηνικό τους ήρωές του. Όμως, δεν είναι χάρτινοι ήρωες και -κυρίως- δεν είναι από τα παιδάκια που υπακούνε (και όποιος έχει γράψει, καταλαβαίνει τι εννοώ). Είμαι απόλυτα βέβαιος πως ο Μαμαλούκας θα ίδρωσε πολύ για να τους πείσει να κάνουν μερικά από αυτά που είχε κατα νου...
Στο τέλος ποιος θα φανεί τυχερός; Μα φυσικά εκείνος που θα πετύχει να σπάσει τον κλοιό της Πόλης και να απομακρυνθεί...
Η γλώσσα του κειμένου είναι δουλεμένη και ταιριαστή, οι διάλογοι νευρώδεις και εντός ρυθμού, οι ανατροπές ουκ ολίγες, ακόμα και στην ίδια σελίδα, τα ευρήματα πρωτότυπα και ενδιαφέροντα (όπως αυτό των καρτών Ταρώ που συνδέεται όμορφα με τις "επιχειρήσεις" του Πετράρχη) . Λίγα είναι τα σημεία στα οποία θα μπορούσα να διαφωνήσω, κυρίως στοιχεία της πλοκής (κάτι που αδυνατώ να αποβάλω, πάντα σκέφτομαι πως θα το έγραφα εγώ αυτό ή εκείνο) ή δευτερεύοντα στοιχεία των χαρακτήρων(πχ η ακραία συμπεριφορά της Δέσποινας).
Α, ναι! Να μην ξεχάσω τις εμμονές. Υπέροχες εμμονές, από αυτές που απολαμβάνει ο συγγραφέας αδιαφορώντας για τον αναγνώστη, όπως εδώ στις περιγραφές των δρόμων της πόλης. Και βέβαια οι εγκλεισμοί που δε θα μπορούσαν να λείπουν από ένα Μαμαλούκα. Εγκλεισμοί που ξεκινούν από το πίσω κάθισμα ενός αυτοκινήτου και φτάνουν στην έκταση που καταλαμβάνει όλο το πυκνό, ξινό νέφος. Παρότι στο τέλος ο συγγραφέας συνδέει τον ήρωά του με αυτόν της "Χαμένης Βιβλιοθήκης του Δημητρίου Μόστρα", του προηγούμενου δηλαδή μυθιστορήματός του, προετοιμάζοντας για συνέχεια, δε μπορώ να θεωρήσω το βιβλίο ανώτερο του "Μόστρα", απλά διαφορετικό και εφάμιλλο. Εδώ θα διαφωνήσω με το
librofilo που φάνηκε ιδιαίτερα αυστηρός (τι σου έφταιγε ο κακομοίρ-Αμίρ; :-)
Συνοψίζοντας, ένα πολύ καλό βιβλίο που διαβάζεται απνευστί και που παρά την αστυνομική πλοκή του χώνεται μέχρι τα έγκατα της ψυχής, τόσο των ηρώων του, όσο και της συλλογικής ψυχής της πόλης. Καλοτάξιδο, και... με την τελική μιας Μάσταγκ!
Υ.Γ. Περισσότερα στο ιστολόγιο του συγγραφέα,
εδώ.