Βγήκε έξω στο μονεμβιασιώτικο δειλινό, το ποτισμένο από την αύρα του πελάγους κι από το μπαρούτι των πολιορκιών, από τη μυρωδιά του μούστου κι από τη μυρωδιά του αγώνα. Κατέβηκε μέχρι την πλατεία στην Πέρα Τάπια, δίπλα στην Παναγία την Χρυσαφίτισσα. Κοίταξε κάτω το πέλαγος, αγκαλιασμένο με την κόκκινη πέτρα. Το λουλακί του ουρανού είχε πάρει να ροδίζει. Θυμήθηκε τα λόγια του ποιητή: «Κι ο ήλιος, μισός, στη θάλασσα, στα ουράνια λαμπαδιάζει – όπως το πορτοκάλι μες στη φούχτα σου…».

Τον είχε γνωρίσει τον ποιητή. Μπάρμπα- Γιάννη τον έλεγε. Ήταν φίλος του θείου του. Φίλος και συναγωνιστής. Δυο τρεις φορές είχαν περάσει σούρουπα σαν κι αυτό στο μικρό μπαλκονάκι, εκεί που ατένιζε τώρα πια ο ανδριάντας του τη θάλασσα κατά τη μεριά της Κρήτης. Δε χαμογελούσε, μόνο σε κοίταζε με κείνα τα διαπεραστικά μάτια σαν να ήθελε να μπει στην ψυχή σου να φωλιάσει. Δεν θυμόταν πολλά πράγματα απ’ αυτόν. Μόνο μια φορά που του είχε πει μ' εκείνη τη φωνή του Διός που τον έκανε ν΄ ανατριχιάζει: «Ορφέα, θα κατέβεις πολλές φορές στον Άδη. Σ’ όλη σου τη ζωή θα κατεβαίνεις. Μα μην προσδοκάς Ευρυδίκη. Είναι ένα με το σκοτάδι. Τα κλιμακωτά σκαλιά να προσδοκάς, που σε βγάζουν στο λιοπύρι και στην πράσινη μέρα».
Δεν είχε καταλάβει τότε τι του έλεγε μα το κράτησε μέσα του για να βρει απαντήσεις.