



Η ζωή είναι μια παρτίδα σκάκι. Το μυστικό δεν είναι να μάθεις να κερδίζεις, αλλά να μάθεις να διαχειρίζεσαι την ήττα.






3) Ο Αη- Βασίλης έχει στη διάθεσή του 31 ώρες (λόγω της διαφορετικής ζώνης ώρας και της περιστροφής της Γης -είπαμε, έχουμε κάνει σοβαρή έρευνα, όχι μπαρμπούτσαλα!) για να μοιράσει τα δώρα, αν φυσικά υποθέσουμε πως ταξιδεύει από τα ανατολικά προς τα δυτικά. Όχι κι άσχημα! Οι δυσκολίες αρχίζουν μαζί με τις διαιρέσεις. Γιατί τελικά θα πρέπει να κάνει 822,6 επισκέψεις το δευτερόλεπτο. Εν ολίγοις έχει σχεδόν ένα χιλιοστό του δευτερολέπτου στη διάθεσή του για να:
Στο έδαφος ένας τάρανδος μπορεί να σύρει μέχρι 150 κιλά. Ασφαλώς ένας ιπτάμενος θα τραβάει πιο δυνατά, ας πούμε δέκα φορές περισσότερο. Ακόμα και σε αυτή την περίπτωση δε μας αρκούν οι οκτώ τάρανδοι που συνήθως μας δείχνουν στις ταινίες. Χρειαζόμαστε λίγους περισσότερους. Για την ακρίβεια 251.992 ακόμα. 






Δεκτές μόνο τεκμηριωμένες (μαθηματικά, φυσικά, νομικά, αστρονομικά, αστυνομικά) απαντήσεις.
Μετά ανακατεύτηκε με τους άλλους διαδηλωτές. Οι ρυτίδες του έμοιαζαν με τάφρους, τόσο είχαν βαθύνει, και ήταν θαρρείς γεμάτες ανημπόρια. Προχωρούσε σα σκυφτό δέντρο, αμίλητος και άχρονος. Μέσα στη μάζα η ανωνυμία είναι εξασφαλισμένη, ακόμα και η ασφάλεια είναι δεδομένη. Αν έμενε μόνος του η θλίψη θα του έκανε επίθεση από παντού με προτεταμμένο όπλο. Κι αυτή ήταν μια εικόνα που του ξέσκιζε τις σάρκες. Όχι εξ' αποστάσεως, εξ επαφής. Κι ας ξέρει πάντα η θλίψη καλό σημάδι.
τις ακολουθεί και βυθίζεται στην άκρη του ορίζοντα σε μια ασυνήθιστη γραμμή. Όσο περνάει η ώρα, η γραμμή διαγράφεται καθαρότερα και επιβεβαιώνει την εγκυρότητα της τρομερής είδησης. Η ατέλειωτη σειρά του εχθρικού στρατού χάνεται κατά τμήματα μέσα στην ομίχλη και στριφογυρίζει σαν φίδι στην πεδιάδα. Μέσα απ’ τα τείχη ένα παιδί ζει τις τελευταίες ώρες απ’ τα χρόνια της αθωότητάς του...
Αυτά μπορεί να διαβάσει κανείς στο οπισθόφυλλο του "IMPERIUM" του Μιχάλη Σπέγγου από τις εκδόσεις Λιβάνη. Ένα βιβλίο που διάβασα με πολύ ενδιαφέρον και στο οποίο συνάντησα πλείστες αρετές, αλλά και μερικές από τις εγγενείς αδυναμίες των Ελλήνων συγγραφέων.
Στην πράξη πρόκειται για τη φανταστική βιογραφία ενός ανθρώπου, που από τον εξανδραποδισμό στην τρυφερή του ηλικία και τη γαλούχησή του στη χώρα των απίστων (το σκηνικό δεν προσδιορίζεται, μα εμφανώς είναι ο Μεσαίωνας του Βυζαντίου), φτάνει στην καταξίωση λόγω των ιδιαίτερων χαρισμάτων του. Από την ελευθερία και την απομόνωση, στην πολεμική καταξίωση και στην ανάρρηση στα ύπατα αξιώματα της Αυτοκρατορίας. Όλος αυτός ο δύσβατος και αιματηρός δρόμος είναι στρωμένος με πλάκες σοφίας, εσωτερικής αναζήτησης, ψηλάφησης της κοινωνικής γλυφής και διαμόρφωσης προσωπικότητας. Δεν είναι όμως μια απλή περιπέτεια, ούτε ένα μυθιστόρημα μαθητείας. Είναι μάλλον θα έλεγα μια αλληγορία για την απόκτηση, την ισχύ και την διαιώνιση μιας αυτοκρατορίας, της εξουσίας της ίδιας, της ουσίας της δύναμης από τότε έως και σήμερα.
Ο ίδιος ο συγγραφέας χαρακτηρίζει την ιστορία του "ένα μεγάλο και βασανιστικό ερώτημα", μα εγώ νομίζω πως δίνει και απαντήσεις. Δυστυχώς όχι όλες, όχι σε όλους τους προβληματισμούς που καταπιάνεται (και δεν είναι λίγοι). Κι αυτό είναι ένα από τα (λίγα ομολογουμένως) ψεγάδια του βιβλίου. Ένα άλλο στοιχείο που (προσωπικά απόλαυσα, μα που) στοιχηματίζω πως θα ξίνισε στις γυναίκες αναγνώστριες ήταν η μεγάλη έκταση της κομβικής μάχης που χρίζει τον ήρωα- ήρωα, αναδεικνύοντας την ιδιοφυϊα του! Δύσκολοι καιροί για πολεμιστές...
α)Περί Αισθημάτων
β)Η Τελευταία Συγγνώμη
γ)Μπίλη ο Τίγρης
δ)Η Εξομολόγηση Ενός Πυρηνικού Φυσικού
ε)Μ'Αεροπλάνα και Βαπόρια.
Γενικά μένω ικανοποιημένος από την πρώτη μου συνάντηση με έναν αξιόλογο συγγραφέα που δε γνώριζα και που θαρρώ πως ανήκει σε μια νέα ομάδα ανθρώπων που φέρνουν καινούριο αέρα στην Ελληνική Λογοτεχνία. Αποδεικνύεται πως μπορούν να υπάρξουν συναρπαστικά μα και συνάμα βαθυστόχαστα βιβλία, που να απευθύνονται σε ένα ευρύτατο κοινό, χωρίς λογοτεχνικούς αυνανισμούς,μα και χωρίς ξεπεσμό γλώσσας και πλοκής. Να βάλω σε αυτή την οιονεί ομάδα το Δημήτρη Μαμαλούκα, την Ιωάννα Μπουραζοπούλου, τον Αλέξη Σταμάτη, το Δημήτρη Σωτάκη, τον Αύγουστο Κορτώ, έχοντας σίγουρα ξεχάσει καμιά τριανταριά άλλους.
Και να ελπίσω όταν μεγαλώσω να γίνω μέλος της.




Το Μεγανήσι είναι ένα από τα πιο γραφικά νησιά του Ιονίου Πελάγους που απέχει μόλις τέσσερα ναυτικά μίλια από τις νοτιοανατολικές ακτές της Λευκάδας.
Γεννήθηκα και ζω στο Μεγανήσι. Καλώς ή κακώς, η ζωή μου είναι δεμένη στο άρμα του νησιού. Ευτυχώς η γυναίκα μου το αγαπάει εξίσου (γέλιο). Σπούδασα στην Αθήνα Φαρμακευτική. Μεγάλο σχολείο. Όχι η Φαρμακευτική, η Αθήνα. Τώρα πια όμως, δε θα άντεχα να ζήσω στο κλεινόν άστυ ούτε για ένα μήνα. Γι’ αυτό και τώρα σπουδάζω στα Γιάννενα, στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο, «Ευρωπαϊκό Πολιτισμό». Είναι βολικό, αφού δε χρειάζεται να παρακολουθώ. Από ενδιαφέροντα, τίποτε άλλο. Οι αγαπημένες μου ασχολίες είναι το γράψιμο, το διάβασμα, το σκάκι, τα ταξίδια, με όποια σειρά θέλετε. Ασχολούμαι επίσης με το αγωνιστικό μπριτζ, το Πολιτιστικό Κέντρο του Δήμου Μεγανησίου, και φυσικά με τα προβλήματα της τοπικής κοινωνίας, αφού ήμουν αντιδήμαρχος και τώρα δημοτικός σύμβουλος. Φυσικά διατηρώ και ιστολόγιο (blog), το οποίο μου απορροφά κάποιο χρόνο. Μη με ρωτήσετε, όπως όλοι, πώς τα προλαβαίνω όλα αυτά, έχω κάνει συμφωνία αίματος με το Μεφιστοφελή να μεγαλώσει το εικοσιτετράωρό μου.
Στην ουσία ο κεντρικός άξονας της αφήγησης είναι το περίφημο, αν και όχι πολύ γνωστό στους Έλληνες, χειρόγραφο Βόινιτς. Πρόκειται για ένα υπαρκτό βιβλίο, αγνώστου συγγραφέα, γραμμένο σε ένα κείμενο παντελώς ακατανόητο. Κι αυτό, γιατί παρότι έχει αποδειχθεί επιστημονικά ότι η γραφή του αποτελεί μια δομημένη γλώσσα, αυτή η γλώσσα δεν ταυτίζεται με καμία από αυτές που υπάρχουν ή υπήρξαν. Και σαν να μην έφτανε αυτό, εικονίζει και κάποια φυτά αλλοπρόσαλλα, που ούτε αυτά έχουν καταφέρει να ταυτοποιήσουν. Πραγματικό μυστήριο, δηλαδή. Ε, πολύ θέλει να σου έρθει η ιδέα; Γνωρίζοντας για το Βόινιτς από τα διαβάσματά μου, αλλά έχοντάς το ξεχάσει, έκανα ένα ταξίδι στην Πράγα. Εκεί «σκόνταψα» πάλι πάνω του, αφού ένα κομμάτι της γνωστής ιστορίας του είναι συνδεδεμένο με την πόλη. Αυτό ήταν! Άναψε το λαμπάκι, εμβάθυνα στην έρευνα και μετά από δύο χρόνια το βιβλίο ήταν έτοιμο. Έπλεξα έναν ιστό μυστηρίου και βιβλιοφιλικής - αστυνομικής δράσης γύρω από το Βόινιτς και… ιδού!
Η πρωτεύουσα Ρίγα είναι μια ήσυχη πόλη που λατρεύει τις γάτες και μισεί τους Έλληνες σκακιστές και τους Ρώσους γενικώς (βλ. μουσείο "Κατοχής", δηλ. Ρωσικής Κατοχής, λες και οι Ναζί δεν υπήρξαν ποτέ, τσ-τσ-τσ!). Η Ρίγα λοιπόν, ερημώνει κατά τις 9 το βράδυ, λες και χτυπάνε οι σειρήνες για την επιδρομή της Λουφτβάφε. Δεδομένου ότι το κάπνισμα απαγορευόταν ολοσχερώς (ελεύθεροι σκοπευτές έχουν ακροβολιστεί στα πιο απίθανα σημεία για να τιμωρούν παραδειγματικά τους άθλιους παραβάτες), υποψιάζομαι ότι έτρεχαν σπίτια τους για να φουμάρουν. Ή ίσως σε κάποιο από τα αναρίθμητα καζίνο, που συναγωνίζονται σε αριθμό τα μανιτάρια της χώρας. Τι άλλο να προσδοκά κανείς από μια πόλη με τέτοιο όνομα... Αν σ' αυτό προσθέσουμε και την καλλίπυγο συλφίδα Ρωσικής καταγωγής που τριγυρνούσε διαρκώς στο χώρο των αγώνων με το μίνι (και δεν εννοώ το ούζο), καθιστώντας το άναμμα της κεντρικής θέρμανσης περιττό, καταλαβαίνετε ότι είχαμε μεγάλο πρόβλημα να λύσουμε (για την ακρίβεια 18 προβλήματα).
Ας το παραδεχτούμε ωστόσο. Το αποτέλεσμα της ομάδας ήταν απογοητευτικό. Η εικοστή θέση που καταλάβαμε, ούτε που καταλάβαμε πως προέκυψε. Όλα ξεκίνησαν καλά, αφού στον Open διαγωνισμό λύσης τη Δευτέρα ο Κώστας Πρέντος διέπρεψε κάνοντας 53,5/60 βαθμούς, καταλαμβάνοντας την 6η θέση (συμμετείχαν όλα τα μεγαθήρια) και πραγματοποιώντας τη 2η νόρμα του για τον τίτλο του GM λύσης. Μάλιστα του είχαν καταχωρίσει 54,5 βαθμούς και τον έδιναν τρίτο, μα ο ίδιος ο Κώστας, ως βράχος ηθικής, έσπευσε να αποκαταστήσει την παροδική εύνοια της τύχης. Αναρωτιέμαι μήπως δεν είναι Έλληνας...Ο Νίκος Μενδρινός δεν τα πήγε τόσο καλά στο Open τουρνουά πετυχαίνοντας μόνο 37,5, ενώ η αφεντιά μου έφτασε στο ικανοποιητικό 36. Κάθε φορά που περνάω το 50% είμαι ευχαριστημένος - ιδίως αν πρόκειται για μετοχές εταιρίας.
Η συνέχεια δυστυχώς, έγινε ελλείψει Γιούμαλα. Ο Βελιμίροβιτς που έβαζε τα προβλήματα (και που άμα ξαναδεί κερασμένη μπύρα από μένα να μου τρυπήσετε τη μύτη) διάλεξε ορισμένα εύκολα -για το επίπεδο που μιλάμε - με αποτέλεσμα την πρώτη μέρα να βρίσκονται οι πρώτες δώδεκα ομάδες σε απόσταση 8-9 βαθμών. Ο Νίκος ρεφάρησε, και με ένα 40/45 έδειξε τα δόντια του (με όλα τους τα σφραγίσματα, κοφτερά εντούτοις). Ο Κώστας περιορίστηκε στους μέτριους 35 β. κι εγώ στους 26. Κλωτσήσαμε πόντους στα δυάρια, τη στιγμή που κάποιοι σηκώνονταν στα 10 λεπτά (όσο χρόνο χρειαζόμουν για να γράψω το όνομά μου). Έτσι το βράδυ της Τρίτης ισοβαθμούσαμε στην 14-17 θέση, με όλες τις ομάδες να βρίσκονται πολύ κοντά.

Κάτι ψιθυριζόταν στους διαδρόμους ότι το επόμενο Παγκόσμιο θα είναι στη Βραζιλία (και δη στο Ριο, όπου επιτρέπεται το κάπνισμα -και άλλα πράγματα). Ευκαιρία λοιπόν για όλους τους Έλληνες σκακιστές και λύτες ν' αρχίσουν να προετοιμάζονται για το ερχόμενο Πανελλήνιο Πρωτάθλημα Λύσης. Μερικά μαθήματα σάμπα, ίσως βοηθήσουν αποφασιστικά.
Η Χαριτίνη Ξύδη δεν ξέρω πότε γεννήθηκε -τη γουστάρουν αυτή την απροσδιοριστία οι γυναίκες για να συντηρούν το μυστήριο του φύλου τους-, έχει προλάβει πάντως να εκδόσει ακόμα τις ποιητικές συλλογές:
Και μετά, όταν η μακριά κώμη του σκέπασε τα μάτια, τον έκανα να νιώσει την αστραπή του Θεού μου, που ξέσπασε σαν πίδακας στον κομμένο του λαιμό. Γύρισα πίσω με το κεφάλι του Ολοφέρνη στο δισάκι μου. Την άλλη μέρα ο μαύρος στρατός έφυγε για τη Βαβυλώνα του. Δεν το έκανα για τη δόξα, ένα πιόνι είμαι μόνο. Το έκανα από χρέος».
Όλη τη μέρα προχωρούσα μπροστά και σκότωνα λοξά, όχι για τα σηστέρσια, ούτε για τους πραιτοριανούς. Μόνο γιατί έτσι διδάχτηκα, γιατί έτσι επιτάσσει ο Νόμος. Αυτός που δε θα με θυμηθεί, μα που θα υπάρχει και μετά από μένα. Κι αν θες να ξέρεις, και μετά από σένα».
Γι’ αυτό βλέπεις το πρόσωπό μου να σκοτεινιάζει. Μίλησε ο Βροχή- Στο- Πρόσωπο, το πιόνι».
Περπάτησα στις πεδιάδες της Γαλλίας και στις ερήμους της Αφρικής. Διέσχισα δασώδεις εκτάσεις στη Γερμανία και τα βαλτοτόπια της Λιθουανίας. Κοιμήθηκα στις παραλίες της Ιταλίας και στη χιονισμένη ρωσική στέπα. Έκανα φίλο την πείνα κι αδέρφι τον πόνο. Προέλασα αμέτρητες φορές με τις σκισμένες μπότες μου και τις αναρίθμητες ψείρες μου. Μα δεν παραπονιέμαι. Έτσι προέβλεπε το Σχέδιο. Και κάθε φορά που η νίκη ήταν με το μέρος μου έκανα μια χαρακιά στο τόξο μου, στη λαβή του ξίφους μου ή στο κοντάκι του όπλου μου. Γραμμές πάνω από γραμμές σαν τα σκαλιά προς το θάνατο ή προς τη δόξα. Ναι, ήρθε και η δόξα. Ήμουν κομμάτι της. Αμελητέο, αλλά κομμάτι της. Ήταν εκεί, στην Όγδοη Γραμμή. Ακολούθησε η προαγωγή. Μου κρέμασαν σιρίτια στον ώμο και χαλκάδες στο στήθος. Μα εγώ το μόνο που προσδοκούσα ήταν ένα γυναίκειο χέρι στον ώμο μου και ένα μωρό να κρέμεται στο στήθος μου με τις ουλές. Το μόνο που επιζητούσα ήταν γαλήνη. Μα γαλήνη δεν προβλέπεται για τα στρατιωτάκια. Την άλλη κιόλας στιγμή έπρεπε να ξαναγυρίσω στις γραμμές μου και να ξαναρχίσω την πορεία. Προς το θάνατο ή προς τη δόξα. Το ίδιο είναι. Δε με κόφτει που είμαι αναλώσιμος, γιατί χρόνια, αιώνες τώρα γνωρίζω το μυστικό. Έτσι, σκύψε, σκύψε να το ακούσεις: Οι σάρκες μου οικοδομούν το γίγνεσθαι. Και ο χαμός μου το είναι. Μην τρομάζεις. Υπάρχεις όσο κι εγώ. Μόνο τόσο».
