
Για μέρες ζήσαμε μακρώθεν το κολαστήριο εκατοντάδων ανθρώπινων ψυχών, με μόνη διαφορά τους από μας το σκούρο δέρμα τους και την απελπισιά στα μάτια τους. Μπα, ίσως μόνο το σκούρο δέρμα τους.
Ανθρώπων που περνάνε από το "καθαρτήριο" μιας κοινωνίας ένοχης και αποτρόπαιας, μιας κοινωνίας που τείνει να κάνει τη μισαλλοδοξία φλάμπουρό της και να φορτώσει σε ξένες πλάτες (και ασφαλώς μελαμψές) όλες τις στρεβλώσεις, τα απωθημένα, τα βίαια μύχιά της. Το καθαρτήριο όμως αυτό δεν είναι η πύλη για τον παράδεισο, παρά ο προθάλαμος μιας αιώνιας κόλασης, αυτής που θέλει υποτίθεται να ξορκίσει η θαυμαστή κοινωνία μας. Της ίδιας όμως κόλασης στην οποία η κωλοκοινωνία μας βουλιάζει μέρα τη μέρα, παράλυτη και χαυνωμένη.
Πιάνω τον εαυτό μου τελευταία να βάζω καθημερινά τα δίδυμά μου να κοιτούν μια κολλημένη με μαγνητάκι στο ψυγείο μας φωτογραφία. Εμφανίζει την Γουάνα, μια πεντάχρονη Βραζιλιάνα με τα λεπτά ποδαράκια της να σέρνουν τις φτηνές πλαστικές σαγιονάρες σε κάποιο χωματόδρομο της επαρχίας του Περναμπούκο. Τα παιδιά την έχουν μάθει, είναι η αδελφούλα μας η Γουάνα, λένε. Μα αυτό που με νοιάζει δεν είναι τόσο να τη θεωρούν δική τους. Αυτό που με νοιάζει είναι να την κοιτούν στα μάτια. Σε κείνα τα πελώρια, αμυγδαλωτά μάτια, κάτω από τα σμιγμένα φρύδια. Έχει μέσα του εκείνο το βλέμμα μια μαύρη λάμψη, σαν αντανάκλαση του ερέβους. Κι έχει μαζί, όλη τη θλίψη και το πείσμα της φτώχειας, της υστέρησης, της αδικίας. Αυτά θέλω να αποτυπώσουν τα μικρά μου, έστω και υποσυνείδητα. Γιατί μόνο έτσι θα μάθουν να αγαπούν αυτό που δεν τους μοιάζει, αυτό που αύριο θα χρειαστεί να υπερασπιστούν, αυτό που ίσως αύριο θα αναγκαστούν να γίνουν: μετανάστες.

Το κείμενο που ακολουθεί είναι του Νίκου Μπογιόπουλου και το αναδημοσιεύω, γιατί μου θύμισε, ξανά, τις Γουάνες όλου του κόσμου:
Πρώτον, οι μετανάστες είναι άνθρωποι. Κάθε πολιτική πράξη, κάθε πολιτική τοποθέτηση, κάθε πολιτική πρόταση γύρω από το ζήτημα του μεταναστευτικού προβλήματος κρίνεται και αποκαλύπτεται, κατ' αρχάς, από αυτό: Από το αν προσεγγίζει το πρόβλημα με αφετηρία ότι έχουμε να κάνουμε με ανθρώπους (με ό,τι αυτό σημαίνει για τα δικαιώματα και τις ανάγκες τους) ή από το αν, τελικά, εισηγείται - όποιον μανδύα κι αν μετέρχεται ο λόγος της - την αντιμετώπιση των μεταναστών σαν να ήταν «ζώα», «υπάνθρωποι», «εγκληματίες» και ως εκ τούτου παρείσακτοι.
Στη δεύτερη περίπτωση, οι μετανάστες χρησιμοποιούνται για τη διάχυση στην κοινωνία του δηλητηρίου της απανθρωπιάς, του ρατσισμού και της πατριδοκαπηλίας.
Δεύτερον, όποιος κάνει ασκήσεις απανθρωπιάς πάνω στο σώμα του μετανάστη, στην πραγματικότητα «εκπαιδεύει» την κοινωνία να φέρεται απάνθρωπα, να αποδέχεται την απανθρωπιά ή να μην αντιδρά στην απανθρωπιά του ισχυρού, του δυνατού, του καταπιεστή, όταν αυτή εκδηλώνεται απέναντι στον κάθε ανίσχυρο, στον κάθε αδύναμο, στον κάθε ανήμπορο, στον κάθε καταπιεζόμενο.
Η απανθρωπιά απέναντι στο μετανάστη - άνθρωπο παραμένει απανθρωπιά όταν έχει απέναντί της τον εργάτη - άνθρωπο, τον συνταξιούχο - άνθρωπο, τον απεργό - άνθρωπο, τον διαδηλωτή - άνθρωπο, τον απολυμένο - άνθρωπο, τον βιοπαλαιστή - άνθρωπο που βάζει λουκέτο στο μαγαζί του, τον αγρότη - άνθρωπο που εξανδραποδίζεται, τον δημόσιο υπάλληλο - άνθρωπο που τον βαφτίζουν «κοπρίτη», τον νέο - άνθρωπο που τον οδηγούν στην ανεργία. Η απανθρωπιά, όταν πάρει το πάνω χέρι, δεν σταματά μπροστά σε χρώμα, σε φυλή, σε αλλοδαπό ή σε γηγενή.
Τρίτον, αν το κριτήριο για να «απαλλαγούμε» από τους μετανάστες είναι ότι είναι πολλοί, τότε «νομιμοποιώντας» αυτό το κριτήριο, αύριο θα μας καλέσουν να «απαλλαγούμε» από τους συνταξιούχους γιατί κατά ορισμένους είναι «πολλοί» και ζουν «πολύ», θα μας καλέσουν να «απαλλαγούμε» από τους δημόσιους υπαλλήλους γιατί είναι «πολλοί», να «απαλλαγούμε» από τους έχοντες ανάγκη την κοινωνική φροντίδα, την κοινωνική πρόνοια, την κοινωνική συμπαράσταση γιατί είναι «πολλοί».
Το θέμα δεν είναι να «απαλλαγούμε» από τους ανθρώπους επειδή είναι «πολλοί», αλλά να λυθούν τα προβλήματα των ανθρώπων που είναι πολλά.
Τέταρτον, σε μια χώρα με τα τεράστια κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα της Ελλάδας που βεβαίως και δεν τα προκάλεσαν οι μετανάστες, και που αντίθετα επιτάσσουν την εκδήλωση αλληλεγγύης και κατανόησης των λαϊκών στρωμάτων απέναντι στους φτωχούς μετανάστες. Με δεδομένη τη γεωγραφική θέση της χώρας που την καθιστά πέρασμα των προσφύγων και των κυνηγημένων, αλλά και του ρόλου της ΕΕ που χρησιμοποιεί την Ελλάδα ως τόπο «εγκλωβισμού» και τη μετατρέπει σε «στρατόπεδο συγκέντρωσης» των μεταναστών. Με πρόδηλη την τακτική του εγχώριου κεφαλαίου και του κράτους από τη μια να ευνοεί τη μαζική είσοδο και εκμετάλλευση των μεταναστών ως φτηνή εργατική δύναμη και από την άλλη να πρωτοστατεί διά των πολιτικών του εκπροσώπων στα «πογκρόμ» εναντίον τους. Με καταφανή τη μετατροπή της Ελλάδας λόγω της συμμετοχής της σε ΝΑΤΟ και ΕΕ, σε θύτη και ταυτόχρονα σε θύμα των πολιτικών του ιμπεριαλισμού που δημιουργούν τα αίτια της μεταναστευτικής έκρηξης. Και με αδιαπραγμάτευτη την αρχή ότι οι μετανάστες είναι άνθρωποι, πρέπει, εδώ και τώρα, να παρθούν μέτρα ανθρώπινα, που δεν θα έχουν καμία σχέση με «φράχτες», με τρομοκρατικές επιχειρήσεις - «σκούπα», με «Σπιναλόγκες» ή με προσχηματική αξιοποίηση των μεταναστών για την κατάλυση ελευθεριών όπως το άσυλο, και συγκεκριμένα:
α) Ανυπακοή στην ΕΕ, παροχή ταξιδιωτικών εγγράφων στους μετανάστες, για να μπορούν να μετακινηθούν εκτός Ελλάδας, όπως ζητούν.
β) Νομιμοποίηση, δικαίωση και απόδοση όλων των κοινωνικών - ασφαλιστικών - εργασιακών δικαιωμάτων στους μετανάστες που ζουν χρόνια στην Ελλάδα, που γίνονται θύματα ανείπωτης εκμετάλλευσης και αυθαιρεσίας εκ μέρους του κεφαλαίου, το οποίο κατ' αυτό τον τρόπο καταβαραθρώνει ακόμα περισσότερο το βιοτικό επίπεδο και των Ελλήνων εργαζομένων.
γ) Δημιουργία δημόσιων, οργανωμένων, ανθρώπινων χώρων υποδοχής και όχι στρατόπεδα συγκέντρωσης, σεβασμός των πολιτιστικών τους παραδόσεων.
δ) «Φραγμός» στους δουλέμπορους και τσάκισμα των κυκλωμάτων που εκμεταλλεύονται τους μετανάστες.
ε) Απαίτηση η επίσημη Ελλάδα να μη γίνεται συνεργός, αλλά να υψώσει φωνή κατά των εγκλημάτων που διαπράττονται στις χώρες τους.