Σάββατο 14 Απριλίου 2012

ΑΝΑΣΤΑΣΗ, Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΛΠΙΔΑ

Το ότι η Ανάσταση (που μπορείτε να την εκλάβετε όπως σας γουστάρει, δεν θα με πειράξει καθόλου), θα απέμενε ως η μόνη και τελευταία ελπίδα του Ελληνικού λαού, ομολογώ ότι ήταν κάτι που δεν το περίμενα.


Ιδού όμως που η επίκληση των θείων έχει γίνει η μόνιμη επωδός σε όλα τα ελληνικά σπίτια. Και σκέφτομαι ακόμα ότι το πράγμα θα χειροτερέψει και θα αρχίσουμε και τάματα για τα προς το ζην. Εκτός...



Εκτός κι αν υπάρχει τρόπος να διώξουμε αυτόν τον χειμώνα, τον έξω και τον μέσα μας. Εκτός κι αν υπάρχει τρόπος να λειτουργήσουμε σαν καταλύτες, ο καθένας χωριστά και όλοι μαζί στην έλευση της πολυπόθητης αυτής Ανάστασης, αρνούμενοι, έστω και για πρώτη φορά, τον ρόλο του αμνού.


Εγώ έχω μια ιδέα. Εσείς;

Καλή Ανάσταση.

Δευτέρα 26 Μαρτίου 2012

Η "ΠΑΝΑΚΕΙΑ" ΚΟΝΤΑ ΣΤΟΥΣ "ΦΙΛΟΥΣ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ" ΣΤΗΝ ΑΡΤΑ



«Φίλοι του Βιβλίου» Άρτας - Δελτίο Τύπου
Εκδήλωση με προσκεκλημένο τον συγγραφέα Παναγιώτη Κονιδάρη, διοργανώνει ο Σύλλογος "Οι Φίλοι του Βιβλίου" ΄Αρτας. Ο Μεγανησιώτης συγγραφέας των βιβλίων "Το Χειρόγραφο της Πράγας" και " Πανάκεια" θα μας μιλήσει για το τελευταίο του βιβλίο αλλά για τον τρόπο που στήνεται ένα λογοτεχνικό βιβλίο.

Η εκδήλωση θα πραγματοποιηθεί στο cafe "El mundo" την Τετάρτη 4Απρίλη στις 7.30 το απόγευμα.

Τετάρτη 14 Μαρτίου 2012

Υπουργέ μου, γενόσημα παίρνεις;




Το ανέκδοτο του τίτλου, όπως και πολλά παρόμοια, κυκλοφορεί ευρέως στο διαδίκτυο, αντικαθιστώντας το παλιότερο «Ληγμένα (φάρμακα) παίρνεις;», μετά τον τεράστιο ντόρο που επικράτησε το τελευταίο διάστημα γύρω από την κατηγορία αυτή των φαρμάκων. Πολλοί είναι αυτοί που με ρωτάνε καθημερινά να τους εξηγήσω τι ακριβώς συμβαίνει με τα λεγόμενα γενόσημα, δείγμα του ότι αυτό που επετεύχθη από την καμπάνια (!) του Υπουργείου ήταν να προκληθεί μια άνευ προηγουμένου σύγχυση. Κι αυτό όμως είχε τον σκοπό του, όπως θα εξηγήσω εκτενώς.


Τι στο καλό όμως είναι αυτά τα εξωτικά και νεοφερμένα γενόσημα; Η απάντηση σε αυτό είναι πολύ εύκολη και την ξέρει και ο τελευταίος πρωτοετής της φαρμακευτικής, αφού ο επιστημονικός αυτός όρος -που αποδίδει τον αγγλικό generics- υπάρχει στην βιβλιογραφία εδώ και πολλές δεκαετίες. Άρα τα γενόσημα δεν είναι ούτε εξωτικά, ούτε νεοφερμένα. Υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν, όσο υπάρχουν φάρμακα. Το 70% των τίτλων στο φαρμακείο μου (και σε κάθε άλλο φαρμακείο) είναι γενόσημα. Πολλοί από αυτούς που διαμαρτύρονται τα έχουν πάρει με την σέσουλα. Αυτό δεν χωράει αμφισβήτηση. Ας δούμε όμως και τι ακριβώς είναι.

Όταν μια εταιρία (πολυεθνική κατά βάση, που διαθέτει κεφάλαια στην έρευνα) ξεκινάει την παρασκευή ενός νέου φαρμάκου δαπανάει χρήματα σε επιστημονικό προσωπικό, υλικά, εργαστήρια, ελέγχους, πειράματα σε ζώα, κλινικές μελέτες. Έτσι, όταν φτάσει η στιγμή να αδειοδοτηθεί από τον αρμόδιο φορέα για ένα νέο φάρμακο έχει ήδη ένα μεγάλο κόστος που καθορίζει και την τιμή του ιδιοσκευάσματος. Επιπλέον ο νόμος της παρέχει και το δικαίωμα της πατέντας, δηλαδή της αποκλειστικής κυκλοφορίας του προϊόντος (συνήθως για 10 χρόνια). Μετά από αυτό το διάστημα, όλες οι άλλες φαρμακοβιομηχανίες αποκτούν το δικαίωμα να αναπαράγουν το φάρμακο αυτό με τις ίδιες συνθήκες, την ίδια περιεκτικότητα σε δραστική ουσία και τις ίδιες μεθόδους. Αυτό, εκλαϊκευμένα, είναι που αποκαλείται γενόσημο. Οι εταιρίες που φτιάχνουν γενόσημα για να γίνουν ανταγωνιστικές στην αγορά χαμηλώνουν την τιμή του φαρμάκου, ώστε να αυξήσουν τις πωλήσεις τους έναντι του αποδεδειγμένα καλού πρωτοτύπου.

Είναι τα γενόσημα εξίσου καλά φάρμακα με τα ισοδύναμά τους; Στις περισσότερες των περιπτώσεων, ανεπιφύλακτα ναι. Είναι αλήθεια ότι τα γενόσημα που κυκλοφορούν στην Ελλάδα (90% ελληνικής παραγωγής), είναι εξίσου αποτελεσματικά και ασφαλή με τα πρωτότυπα. Αυτό που κάνουν κάποιες ελληνικές εταιρίες είναι να χρησιμοποιούν υλικά ως έκδοχα, που είναι κάπως φθηνότερα (πχ. φθηνότερο ή λιγότερο συντηρητικό ή άμυλο αντί για τραγάκανθα κτλ). Τα έκδοχα είναι αυτά τα πρόσθετα υλικά που χρησιμοποιούνται για να δώσουν την μορφή στο χάπι, το σιρόπι και γενικά την φαρμακοτεχνική μορφή. Όμως πάντα αυτά επιλέγονται από έναν φαρμακευτικά αποδεκτό κατάλογο. Οπότε πού είναι το πρόβλημα;

Το πρόβλημα που ξεσήκωσε αντιδράσεις δεν φαίνεται με την πρώτη ματιά, τουλάχιστον όχι στον μη ειδικό. Έχει να κάνει με την χώρα προέλευσης των γενοσήμων και τις συνθήκες παρασκευής τους εκεί. Ο υπουργός Υγείας βλέπετε, έχει κατά νου την Ινδία και το Μπαγκλαντές, κι αυτό είναι κοινό μυστικό. Το κριτήριό του είναι μόνο η φθηνή τιμή του γενοσήμου κι όχι οι έλεγχοι ποιότητας και η αξιοπιστία. Αν μιλούσαμε για ντομάτες, αυτό θα ήταν μικρό κακό. Όταν μιλάμε για την υγεία του λαού, αυτό ενδεχομένως να αποβεί καταστροφικό. Γι’ αυτό και οι –εν μέρει δικαιολογημένες- αντιδράσεις. Ο Πανελλήνιος Φαρμακευτικός Σύλλογος (ΠΦΣ), αποδέχεται να χορηγεί τέτοια φάρμακα, μόνο αν αυτά έχουν περάσει από όλους τους απαραίτητους ελέγχους βιοϊσοδυναμίας. Και τα Ινδικά ιδιοσκευάσματα δεν έχουν την καλύτερη φήμη. Ο Πανελλήνιος Ιατρικός Σύλλογος (ΠΙΣ) είναι πιο σκληρός και αρνείται κατηγορηματικά, με διάφορα επιχειρήματα, στα οποία όμως δεν συμπεριλαμβάνει το ότι η συνταγογράφηση με δραστική ουσία θα κόψει τον ομφάλιο λώρο μεταξύ φαρμακοβιομηχανίας και γιατρών και θα χαθούν τα παχυλά κεκτημένα του ιατρικού κλάδου (είπαμε, θα λέμε όλες τις αλήθειες). Ας μην βιαστεί κάποιος να πει ότι τα πλεονεκτήματα αυτά θα περάσουν στους φαρμακοποιούς, διότι ο νέος νόμος καθορίζει ότι ο φαρμακοποιός θα χορηγεί το φθηνότερο γενόσημο φάρμακο, κι όχι αυτό που ο ίδιος επιθυμεί, ή από το οποίο μπορεί να έχει οφέλη. Να προστεθεί εδώ ότι αν τελικά ισχύσει η αθρόα έλευση γενοσήμων από τις προαναφερθείσες χώρες, τα ελληνικά γενόσημα και η ελληνική φαρμακοβιομηχανία (με εξαγωγές που καταλαμβάνουν το 16% του συνόλου των εξαγωγών της χώρας) θα τινάξει τα πέταλα.

Σε κάθε περίπτωση η χλαπαταγή που εντέχνως καλλιεργήθηκε από τα φιλομνημονιακά ΜΜΕ, ήταν μάλλον πολύ κακό για το τίποτα. Μόνο που αυτό το «τίποτα» ήταν η φάκα που επιμελώς κρύφτηκε πίσω από το τυράκι. Γιατί το κατάπτυστο νομοσχέδιο Λοβέρδου που πέρασε νύχτα αντάμα με τους εφαρμοστικούς νόμους, περιελάμβανε τόσα και τέτοια μέτρα και περικοπές για την υγεία που αν τα μυριζόταν από την αρχή ο κόσμος θα υπήρχε σοβαρό πρόβλημα στο ίματζ του βασιλικότερου της τρόικας υπουργού, αν δεν τον έπαιρναν με τις πέτρες. Σας τα παραθέτω εν συντομία:

α) Μείωση κατά 25% των εφημεριών των γιατρών. Το ποιος θα κάνει εφημερίες και αν πλέον θα ζει και θα εξελίσσεται επιστημονικά ένας γιατρός με 800 ευρώ το μήνα, δεν είναι κάτι που απασχολεί το Υπουργείο.

β) Μείωση κατά 15% των προϋπολογισμών των νοσοκομείων. Δεν είχαν μέχρι πρότινος να αγοράσουν γάζες, τώρα δεν θα έχουν να αγοράσουν ούτε Betadine. Νέες συγχωνεύσεις ετοιμάζονται στις υγειονομικές μονάδες, σε νοσοκομεία, κλινικές, κέντρα υγείας και αγροτικά.

γ) Για το ποσοστό κέρδους των φαρμακοποιών να μην μιλήσω καλύτερα. Ξέρετε, εκείνο που όλα τα παπαγαλάκια του Λοβέρδου έλεγαν ότι είναι 35%, τελικά αποδείχτηκε ότι ήταν 22%, με το rebate (το γνωστό νταβατζιλίκι που πληρώνουν οι φαρμακοποιοί κάθε μήνα ως άλλες ιερόδουλες του συστήματος Υγείας) πήγε στο 16% και είπε να κόψει και άλλα 2,6% τώρα, να δέσει το γλυκό. Για όσους δεν καταλαβαίνουν, το καθαρό κέρδος ενός φαρμακείου μετά την αφαίρεση των λειτουργικών του εξόδων και των πάγιων φτάνει στο ιλιγγιώδες ποσό των 3,5% (προ φόρων!). Ο ΠΦΣ υπολογίζει ότι το επόμενο διάστημα θα κλείσουν 4.200 από τα 11.000 φαρμακεία. Οι φαρμακοποιοί πλήρωναν 150 εκ. ευρώ φόρους. Φέτος θα πληρώσουν λιγότερα από 50 εκ. Μετά θα ψάχνουμε τρόπους να καλύψουμε τις μαύρες τρύπες στα Ταμεία.

δ) Το ωράριο των φαρμακείων που «άνοιξε» είναι μια ακόμα μεγάλη απάτη. Η πρόταση των ΦΣ ήταν να παραμένει ανοικτό το 30% των φαρμακείων τα Σάββατα, ήτοι 1200 φαρμακεία μόνο στο λεκανοπέδιο, όσα έχει όλη η Αυστρία για παράδειγμα! Όχι βέβαια. Με το ωράριο Λοβέρδου θα ανοίγουν επιλεκτικά μόνο 71 φαρμακεία σε όλη την Ελλάδα, τα μεγάλα και κεντρικά (πχ. στο Mall), εν ολίγοις ήταν μια φωτογραφική διάταξη που ευνόησε κάποιους φίλους του, κι όχι το συμφέρον του ασθενή.

ε) Ο υπουργός έκανε ντόρο επίσης για τα γενόσημα, γιατί πρέπει να αποκρύψει ότι βάζει πλαφόν κέρδους στα ακριβά φάρμακα ήτοι 30 ευρώ σε φάρμακα για 200 ευρώ και πάνω. Αν δηλαδή ένα φάρμακο έχει πχ 1000 ευρώ, ο φαρμακοποιός θα κερδίζει στάνταρ 30. Βέβαια θα πρέπει να πληρώσει 3-4% (δηλαδή 30-40 ευρώ) rebate. Επίσης θα πρέπει να πληρώσει και φόρο για το «κέρδος» αυτό. Καθώς και μεταφορικά. Θα πρέπει να το πληρώσει cash (αλλιώς δεν το παίρνει) και να πληρωθεί μετά από πολλούς μήνες. Εν ολίγοις να πωλήσει με ζημία, με νόμο του κράτους! Αν σε λίγο καιρό αυτά τα φάρμακα (που είναι φάρμακα σημαντικών νόσων, πχ για καρκίνο, σκλήρυνση κατά πλάκας, νεφρική ανεπάρκεια κτλ) εξαφανιστούν από τα φαρμακεία, να μην σας κάνει καμία εντύπωση.

στ) Φυσικά, αντί να δοθούν κίνητρα στα φαρμακεία να συγχωνευθούν και συνεταιριστούν για να αντιμετωπίσουν το κόστος, έβαλε και αντικίνητρα συγχώνευσης. Προφανώς για να είναι σίγουρος ότι το ξεπούλημα της πρωτοβάθμιας περίθαλψης στους αγαπημένους του αλλότριους μνηστήρες (βλ. Ισραηλινή TEVA) θα είναι ολοκληρωτικό. Και πώς να μην είναι όταν οι φαρμακοποιοί και οι γιατροί παραμένουν απλήρωτοι για πολλούς μήνες και ουσιαστικά στηρίζουν την πρωτοβάθμια περίθαλψη από την τσέπη τους;
ζ) Μια ακόμα σειρά φάρμακα πήρε την άγουσα προς τα αποδυτήρια, αφού αφαιρέθηκαν από την λίστα των συνταγογραφούμενων για να εμπλουτίσουν την λίστα αυτών που οι άμοιροι ασθενείς πρέπει να τα πληρώνουν από την τσέπη τους αν θέλουν να έχουν πρόσβαση στην θεραπεία τους. Βαδίζουμε ολοταχώς προς ένα σύστημα που όποιος έχει λεφτά θα ζει και όποιος δεν έχει θα προσεύχεται να μην αρρωστήσει.
η) Απέκρυψε ακόμα ο αλαζόνας υπουργός ότι αύξησε την συμμετοχή των ασφαλισμένων σε βασικές νόσους, όπως την στεφανιαία νόσο, την υπερλιπιδαιμία, τους ινσουλινοθεραπευόμενους κτλ. Και όταν λέω την αύξησε, εννοώ από 10% σε 25%, δηλαδή για κάποιον που πλήρωνε 20 ευρώ συμμετοχή για τα φάρμακα της πίεσης και της χοληστερίνης, το ποσό γίνεται 50 ευρώ, για να πάρετε μια ιδέα. Και μιλάμε για νόσους που καλύπτουν το 30% της συνταγογράφησης…

θ) Φυσικά συγχωνεύει όλα τα Ταμεία στον ΕΟΠΥΥ (ήδη πήρε σειρά το Παράρτημα του Οίκου Ναύτη στην Λευκάδα, κάτι που θα σημάνει τεράστια ταλαιπωρία για τους μισούς ασφαλισμένους του νησιού), αλλά τους εργαζόμενους δεν θα τους χρειαστεί άλλο. Το 40% στον Ο.Ν μάλλον θα απολυθεί με συνοπτικές διαδικασίες.

ι) Βάζει πλαφόν στις φαρμακευτικές δαπάνες των Ταμείων! 240 εκατομμύρια είναι όλα κι όλα, και σ’ όποιον αρέσει! Δηλαδή, για 11 εκατομ. Έλληνες αντιστοιχεί το πελώριο ποσό των 23 ευρώ/ ασθενή/ μήνα! Βέβαια αυτές οι «απλοποιήσεις» δεν αρέσουν σε εκλεκτούς «δημοσιογράφους» (τύπου Καμπουράκη) που τις βαφτίζουν «αλχημείες», με το επιχείρημα ότι δεν παίρνουν όλοι φάρμακα, άρα το ποσό είναι κάπως μεγαλύτερο. Δεν μας είπαν όμως τι θα απογίνουν αυτοί των οποίων το κόστος θεραπείας έχει 1000 ή 10.000 ευρώ το μήνα. Εκτός κι αν ο στόχος είναι να τους εξοντώσουμε για να γλιτώσουμε και τις συντάξεις.
ια) Το τελευταίο και αστειότερο του νομοσχεδίου- οδοστρωτήρα ήταν το εξής: όλες – λέει- οι συνταγές θα πρέπει να είναι πλέον ηλεκτρονικές. Μα, υπουργέ μου, αφού δεν έχουν όλοι οι γιατροί κομπιούτερ. Τότε, λέει, θα μετατρέπουν οι φαρμακοποιοί τις χειρόγραφες σε ηλεκτρονικές και θα πληρώνει ο γιατρός που την έγραψε 1 ευρώ για κάθε μία! Μάλλιασε η γλώσσα μας να του εξηγούμε, γιατροί και φαρμακοποιοί, ότι αυτός είναι ένας νόμος ανεφάρμοστος, όσο ανεφάρμοστο θα ήταν να μας υποχρεώσει με ένα σάλτο να διαβούμε στο φεγγάρι. Κανένα αγροτικό και περιφερειακό ιατρείο στην χώρα δεν έχει ευρυζωνική σύνδεση, pc και εκτυπωτή για να κάνει κάτι τέτοιο, γιατί δεν φροντίσατε να τα εξοπλίσετε, υπουργέ μου! Ούτε και κανένας φαρμακοποιός σκοπεύει να κάθεται μέχρι τις 2 η ώρα το πρωί στο φαρμακείο του για να «ηλεκτρονικοποιεί» τις συνταγές τις ημέρας.

Υπουργέ μου, γενόσημα παίρνεις;

Να μην τα πολυλογώ, το αποτέλεσμα κάτι τόσο εξωφρενικού ήταν οι αγροτικοί ιατροί σε όλη την επικράτεια να σταματήσουν να συνταγογραφούν, δικαιολογημένα βέβαια. Μόλις σήμερα αξιωθήκανε να στείλουν ενημερωτική εγκύκλιο για να πάψει αυτός ο παραλογισμός, κι αφού η μισή Ελλάδα (40% του συνόλου των συνταγών γράφονται από τους αγροτικούς) δανειζόταν φάρμακα ή τα αγόραζε, μην μπορώντας να κάνει αλλιώς.

Έχει κι άλλες ομορφιές το νομοσχέδιο που σφηνώνει μερικά ακόμα καρφιά στο φέρετρο της πρωτοβάθμιας περίθαλψης, αλλά αυτές νομίζω ήταν αρκετές για να δώσουν το στίγμα. Ο υπουργός Υγείας απέδειξε περίτρανα όλο αυτό το διάστημα, με τούτον και με προηγούμενους νόμους, ότι υπήρξε ο καλύτερος μαθητής των τροϊκανών και ο καλύτερος υπηρέτης των μεγάλων συμφερόντων που ετοιμάζονται να βάλουν χέρι στην Υγεία. Να γιατί έγινε τόσος θόρυβος και σηκώθηκε τόσος κοπετός για το μάλλον ήσσον ζήτημα των γενοσήμων.

Ο τίτλος του άρθρου θα μπορούσε λοιπόν να είναι «Το Υπουργείο Υγείας σας προειδοποιεί: Ο Υπουργός βλάπτει σοβαρά την Υγεία» ή έστω «Γενόσημα και στην κορφή κανέλα». Δυστυχώς όμως, η κατάσταση δεν χωράει και πολύ χιούμορ. Και μολονότι δεν συνηθίζω να καταφεύγω στην επίκληση των θείων, δεν μπορώ παρά να συγκατανεύω με θλίψη κάθε φορά που βλέπω τις γιαγιάδες (που ορισμένες δυσκολεύονται πλέον να πληρώσουν ακόμα και την συμμετοχή για τα φάρμακά τους) να σταυροκοπιούνται και να μονολογούν: «Ο Θεός να βάλει το χέρι Του». Επειδή όμως ισχύει πάντα το αρχαιοπρεπές «συν Αθηνά και χείρα κίνει», τους υπενθυμίζω ότι αν βάλουμε κι εμείς το δικό μας θα τους ξεφορτωθούμε μια ώρα αρχύτερα. Το πρωτότυπο όμως, όχι το γενόσημο όπως οι κοψοχέρηδες.

Πέμπτη 1 Μαρτίου 2012

«ΞΕΡΕΙΣ ΠΟΙΟΣ ΕΙΜΑΙ ΕΓΩ, ΡΕ;»


-«Ξέρεις ποιος είμαι εγώ, ρε;»


Δεν ήξερα ο τάλας. Τώρα όμως σ’ έμαθα. Ε, ναι λοιπόν, ξέρω ποιος είσαι.


Είσαι αυτός που μιλάει για αξιοκρατία, αλλά πρωτύτερα προσκύναγες πολιτευτές να σε διορίσουν στο Δημόσιο.


Είσαι αυτός που κατακεραυνώνεις τους πολιτικούς, αλλά αν σε είχαν βολέψει θα έκανες την πάπια.


Είσαι αυτός που ανησυχεί για την οικονομική εξαθλίωση που μαστίζει το λαό, αλλά το εισόδημά σου αυξάνεται χρόνο με το χρόνο.


Είσαι αυτός που διαρρηγνύει τα ιμάτιά του για την δημοκρατία, αλλά αυτή η τελευταία φτάνει μόνο μέχρι τον αυλόγυρό σου ή το πολύ-πολύ μέχρι τις αυλές των περιστασιακών συμμάχων σου.


Είσαι αυτός που ανησυχεί για την κοινωνία, αλλά παραμένεις απομονωμένος στην θλιβερή γωνίτσα σου.


Είσαι αυτός που μιλάει για το δικαίωμα της απεργίας, αλλά που τα τελευταία 40 χρόνια δεν την έχει συναπαντήσει ούτε μια φορά.


Είσαι αυτός που δεν ανέλαβε ποτέ στην ζωή του ευθύνη, αλλά που δεν χάνει ευκαιρία να λοιδορεί όσους βάζουν τα χέρια τους στην φωτιά να βγάλουν τα κάστανα.


Είσαι αυτός που μιλάει για την έλλειψη συνδικαλισμού,  αλλά που δεν υπήρξε ποτέ μέλος συνδικάτου ή συλλόγου.


Είσαι αυτός που δακρύζει για την πολιτισμική κρίση, αλλά ουδέποτε ασχολήθηκε με την οργάνωση, συμμετοχή ή στήριξη μιας οποιασδήποτε πολιτιστικής πρωτοβουλίας.


Είσαι αυτός που λέει ότι υπερασπίζεται την αλήθεια, αλλά μόνο την δική του "αλήθεια" και ποτέ των άλλων.


Είσαι αυτός που μιλάει για την φύση, αλλά πετάει τα σκουπίδια του όπου λάχει και μετά κατηγορεί την υπηρεσία καθαριότητας.


Είσαι αυτός που περνιέσαι για οικολόγος, αλλά έριξες δυο κυβικά τσιμέντο στην θάλασσα για να κάνεις την δουλειά σου.

Είσαι αυτός που υπεραμύνεσαι των εργατικών δικαιωμάτων, αλλά τους υπαλλήλους σου τους έχεις ανασφάλιστους.


Είσαι αυτός που κάνεις τον δάσκαλο σε όποιον βρεθεί στον δρόμο σου, αλλά δεν μπορείς να συντάξεις ορθά πέντε λέξεις στην σειρά.


Είσαι αυτός που στέλνεις στο πυρ το εξώτερο τα λαμόγια, αλλά μόνο όταν δεν κάνουν τις λαμογιές μαζί σου.


Είσαι αυτός που εκθειάζεις τα βιβλία, αλλά που σπάνια διαβάζεις πάνω από ένα τον χρόνο.


Είσαι αυτός που σέβεσαι την επιστήμη, αλλά μόνο αν τα αποτελέσματά της σου είναι αρεστά.


Είσαι αυτός που μιλάει για τα πάντα με ύφος καθηγητή πανεπιστημίου, αλλά που ίσα-ίσα και τέλειωσες το λύκειο.


Είσαι αυτός που νοιάζεται για τον δημόσιο κορβανά, αλλά που δεν τον πειράζει να τον επιβαρύνει κάμποσα χιλιάρικα άμα είναι για την πάρτη του.


Είσαι αυτός που εξάρει την αρχαία ελληνική παιδεία, αλλά τα μόνα που έχει ακούσει γι’ αυτήν προέρχονται από πατριδοκάπηλα ελληναράδικα ιστολόγια.


Είσαι αυτός που φωνάζει για το κοινωνικό συμφέρον, αλλά που θα σκότωνε όποιον του έπαιρνε έστω και μιαν απαλάμη χώμα από το χωραφάκι του για να ανοίξει ένας δρόμος.


Είσαι αυτός που γουστάρει τον Τσίπρα, αλλά σιχαίνεται τους Αλβανούς και τους Εβραίους.


Είσαι αυτός που έχει «αριστερή» ρητορική, αλλά λατρεύει τον ακροδεξιό λαϊκισμό.


Είσαι αυτός που μιλάει για καθαριότητα, αλλά πλένεται μια φορά το μήνα.


Είσαι αυτός που δηλώνει αντιεξουσιαστής, αλλά θα πούλαγες την ψυχή σου στον διάβολο για να εξουσιάσεις.


Είσαι αυτός που σιχαίνεται την παρανομία, αλλά που βρίζει θεούς και δαίμονες όταν κάποιος εντοπίζει την δικιά του.


Είσαι αυτός που δουλεύεις τρεις μήνες τον  χρόνο, αλλά έχεις πολλά να προσάψεις σε όσους δουλεύουν δώδεκα, μέρα και νύχτα, σαν τα σκυλιά.


Είσαι αυτός που κατηγορείς όσους ψάχνουν και προτείνουν λύσεις, αλλά που ποτέ δεν θα καταθέσεις μια πρόταση, έστω και καταγέλαστη.


Είσαι αυτός που περνιέσαι για ταπεινός, αλλά που μοστράρεις ασύστολα τα πενιχρά  διαπιστευτήριά σου στη μούρη των περαστικών.


Είσαι αυτός που αγαπάει τα ζώα, αλλά μισεί τους ανθρώπους.


Είσαι αυτός που τα βρήκε έτοιμα από τον πατέρα του, αλλά ζηλεύεις όσους τα έχτισαν με τον ιδρώτα τους.


Είσαι αυτός που κομπάζεις για τις φιλίες σου, αλλά που δεν έχεις ούτε έναν πραγματικό φίλο.


Είσαι αυτός που αναλύεις τις σκέψεις και τις πράξεις των άλλων, αλλά που δεν σου βρίσκεται ούτε μια τόση δα στάλα αυτογνωσίας.


Είσαι αυτός που κρίνεις ατέρμονα δικαίους και αδίκους, αλλά είσαι έτοιμος να εκδικηθείς με μοχθηρία όποιον τολμήσει να κριτικάρει εσένα.


Είσαι αυτός που απεχθάνεται τον διχασμό, αλλά που η κάθε σου λέξη και πράξη είναι η επιτομή της διχόνοιας.


Είσαι αυτός που φροντίζει για το μέλλον των παιδιών του, αλλά που πάντα μεταθέτει τις ευθύνες αυτής της φροντίδας σε άλλους.


Είσαι αυτός που κομπορρημονεί για τις γνώσεις του, αλλά που η βλακώδης ημιμάθειά του ξεχειλίζει από τα μπατζάκια του.


Είσαι αυτός που δέχεσαι να προσφέρεις υπηρεσίες, αλλά μόνο αν οι υπηρεσίες αυτές είναι να παίξεις το φερέφωνο σε όσους σε κολακεύουν.


Είσαι αυτός που παροτρύνει άπαντες σε ξεσηκωμό, αλλά που ο ίδιος ποτέ δεν σηκώνεται από τον καναπέ του.


Είσαι αυτός που κατακεραυνώνει τα λάθη και τις παραλείψεις των ανθρώπων, αλλά που ποτέ δεν ζήτησε συγγνώμη για τα δικά του σφάλματα.


Είσαι αυτός που παρακολουθεί προσεκτικά τα επιτεύγματα των άλλων, αλλά μόνο και μόνο για να ανακαλύψει (ή να εφεύρει) ψεγάδια σ’ αυτά.


Είσαι αυτός που εκθειάζει την κλασική μουσική, αλλά στα κρυφά (ή και στα φανερά) ακούει σκυλάδικα.


Είσαι αυτός που πλασάρεις ένα ευγενικό προφίλ, αλλά δεν χάνεις χρόνο να βρίσεις, φυσικά με αναφορές στα γεννητικά σου όργανα.


Είσαι αυτός που πουλάς αντριλίκι, αλλά που, την ώρα της έντασης, χώνεσαι κάτω από το τραπέζι.


Είσαι κι άλλα πολλά ακόμα, λιγότερο ή περισσότερο βδελυρά, αλλά  σκοπεύω πια να συντομεύω αυτήν εδώ την πινακοθήκη της ηλιθιότητας.


-«Ξέρεις ποιος είμαι εγώ, ρε;»


Δεν είσαι, το λοιπόν, παρά ένα κύμβαλο αλαλάζον. Το τίποτα που εχθρεύεται το σύνολο. Δεν είσαι, παρά το μηδέν που επιτίθεται στο άπειρο. Και υπάρχεις, μόνο για όσο σε παρατηρώ. Μόλις πάψω να σε κοιτώ, θα πάψεις να υπάρχεις.


Και μόλις γύρισα την πλάτη μου.


Πουφ!           

Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2012

ΔΕΝ ΕΧΩ ΛΟΓΙΑ...

Δεν έχω στ' αλήθεια λόγια για να περιγράψω μια τέτοια φωτογραφία. Όχι, δεν έχω.

Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2012

ΠΙΟ ΠΟΛΛΕΣ ΚΙ ΑΠ' ΤΟΥ ΣΚΑΚΙΟΥ ΤΟ ΠΛΗΘΟΣ...



Από καιρό σε καιρό ξυπνά μέσα μου μια παλιά αρρωστημένη συνήθεια που, όσο κι αν προσπάθησα, δεν κατάφερα να την αποβάλω απ’ τα μικράτα μου κι εδώ –και φοβάμαι πώς δεν θα τα καταφέρω ως το τέλος. Έτσι, σαν κλέφτης αναμνήσεων, σαν το φάντασμα μέσα στο ίδιο μου το σπίτι, μερικά ήσυχα βράδια κάνω αθόρυβες εφόδους στην βιβλιοθήκη μου και ξεδιαλέγω παλιούς τόμους, βιβλία που έχω να αγγίξω χρόνια ή και δεκαετίες. Με την προσοχή και την επιμέλεια μουσειακού αρχειοθέτη τους αραδιάζω μπροστά μου και αρχίζω να εξασκώ το καταγέλαστο βίτσιο μου. Τους χαϊδεύω, από την πρόσοψη μέχρι την ράχη, ψαύω το πολυκαιρισμένο χαρτί και μετά πλησιάζω το πρόσωπό μου και εισπνέω την κλεισούρα τους. Ύστερα σκυφτός, ξεφυλλίζω τις ταλαίπωρες σελίδες και διαβάζω αποσπάσματα, σύντομα, κοφτά και αχόρταγα, λες και από στιγμή σε στιγμή κάποιος θα με συλλάβει να διαπράττω ένα ασύγγνωστο αμάρτημα. Στη μέση της ανάγνωσης κλείνω ξανά τον τόμο, ίσως με περισσότερο θόρυβο απ’ ό,τι θα χρειαζόταν, και καταδικάζω το κείμενο σε μερικές ακόμα δεκαετίες απομόνωσης.
Σπάνια συγκρατώ τα χωρία που τυχαίνει να συναπαντήσω σ’ αυτές τις νυχτερινές μου τυμβωρυχίες. Ωστόσο, ορισμένες ανατριχιαστικές στιγμές, οι λέξεις ξεπηδούν ασυγκράτητες από το χαρτί και ξεσηκώνουν ορυμαγδό αναμνήσεων. Θυμάμαι τότε αβάσταχτες λεπτομέρειες. Την ακριβή εποχή που πρωτοσυνάντησα το κείμενο, το που στεκόμουν, το τοπίο που χάρασσε η φαντασία μου πασχίζοντας να υλοποιήσει το ποιητικό σύμπαν (ή να το φέρει στα μέτρα της), σε μερικές περιπτώσεις ακόμα και ανθρώπους που μου μίλησαν εκείνη την ημέρα και το τι ακριβώς μου είπαν. Ίσως και λόγω αυτού του παράδοξου και ακατανόητου καταρράχτη να κλείνω με βιάση το βιβλίο.

Κανονικά, μια τέτοια μυστικοπαθή -όσο και νοσηρή- τελετουργία, δεν θα έπρεπε να διαφέρει και πολύ από την διαδικασία του ανοίγματος παλιών κιβωτίων με μικροαντικείμενα ή με το ξεφύλλισμα παλιών άλμπουμ φωτογραφιών που αναπαύονται κάτω από δύο δάχτυλα σκόνη σε ένα ανθυγιεινό πατάρι. Κοιτάς, θυμάσαι φευγαλέα, χαμογελάς ή κατσουφιάζεις και τα ξαναχώνεις στη θλίψη της σκόνης τους, την ίδια στιγμή που αναρωτιέσαι γιατί στον διάβολο δεν τα έχεις πετάξει τόσον καιρό. Όμως το δικό μου βίτσιο με τα βιβλία είναι κάπως αλλόκοτο. Θαρρείς και οι μαίανδροι των ελίκων μου κρύβουν στις πιο σκοτεινές πτυχές τους άφθαρτες και αιώνιες τις πιο πολύτιμες εικόνες, τις πιο ερίτιμες λέξεις και φράσεις. Τόσο αιώνιες και τόσο καλά κρυμμένες που θα συνεχίσουν να βρίσκονται εκεί ακόμα και όταν εγώ δεν θα υπάρχω για να τις ξεθάψω. Μερικοί ίσως τώρα να γελάνε, αλλά εγώ τρομάζω. Γι’ αυτό και γίνομαι κλέφτης ενός θησαυρού που μου ανήκει, αλλά και δεν με έχει ανάγκη. Για να τον ξορκίσω.

Μεγάλη εισαγωγή, αν ήταν εισαγωγή. Υποψιάζομαι ότι οι φανατικοί σκακιστές θα έχουν εγκαταλείψει την ανάγνωση από ώρα. Ας με συγχωρήσουν, τόσες μυριάδες λέξεις, κάπου πρέπει να ξεσπάνε, σαν σουέλ.

Μόλις χτες βεβήλωσα για μια ακόμα φορά το χάρτινο μαυσωλείο μου. Και ένας από τους τόμους που έπιασα ήταν η «Θεία Κωμωδία». Σε αντίθεση με την «Κόλαση» και το «Καθαρτήριο», ο «Παράδεισος», πρέπει να ομολογήσω, με έκανε πάντα να βαριέμαι, παρότι, υποπτεύομαι ότι τον Ντάντε Αλιγκιέρι θα τον έφερνε κοντά στην έκσταση. Η σελίδα που άνοιξα ήταν η 562 της μετάφρασης του Καζαντζάκη. Πήγα να περάσω λαχανιασμένα το Άσμα ΚΗ’, αλλά με την άκρη του ματιού μου (και μετά με όλα μου τα μάτια, τα μέσα και τα έξω) διάβασα στους στίχους 91-93:

«Την πυρκαγιάν η κάθε σπίθα ακλούθαε
και πιο πολλές απ’ του σκακιού το πλήθος
διπλό καθένα αράδα αν λογαριάσεις (…)».

Πιο πολλές απ’ του σκακιού το πλήθος… Ο Δάντης μιλούσε για τις φωτιές στους ουράνιους κύκλους των αγγέλων. Τα τάγματα των αγγέλων ήταν αρίφνητα και συνάμα τόσο αιθέρια και όμορφα που γινόταν άφατα, απερίγραπτα. Ο ποιητής δεν μπορούσε αλλιώς να τα παρουσιάσει παρά μόνο παραλληλίζοντάς τα με την απειροσύνη του σκακιού. Τι σήμαινε όμως το «διπλό καθένα αράδα αν λογαριάσεις»; Έτρεξα με ένα ανεπαίσθητο τρέμουλο στις σημειώσεις. Κι εκεί χώθηκα μέχρι τον λαιμό στον παλιό θρύλο για τον εφευρέτη του σκακιού:

«Λέγεται πώς ο Πέρσης εφευρέτης του σκακιού, όταν τον ρώτησε ο Σάχης της Περσίας τι αμοιβή θέλει, αποκρίθηκε: Ένα σπειρί στάρι ολοένα διπλασιαζόμενο σε κάθε από τα 64 τετραγωνάκια του σκακιού. Ο Σάχης γέλασε για το ταπεινό δώρο, μα σαν έπιασαν να μετρήσουν το στάρι, βρέθηκε πώς όλη η Περσία δεν είχε τόσα σπειριά στάρι, δηλαδή 18.446.744.073.709.551.615»

Ακόμα κι όταν έκλεισα μετά από ώρα (με τον απαιτούμενο γδούπο) τον βαρύ τόμο, οι αναμνήσεις δεν είχαν κοπάσει. Θυμήθηκα τα σκαλιά του παλιού μου πατρικού, εκεί που στεκόμουν όταν το είχα πρωτοδιαβάσει, και που τώρα πια δεν υπάρχουν. Θυμήθηκα μια μυρμηγκοφωλιά που σκάλιζα με ένα κλαράκι, συλλογισμένος μετά την ανάγνωση. Θυμήθηκα την παλιά μου σκακιέρα (μια άθλια, πλαστική, μικροσκοπική και άβολη, με τρυπούλες και λειψά πιόνια που τα αντικαθιστούσα με ξεραμένη πλαστελίνη) πάνω στην οποία προσπαθούσα μάταια για μέρες να αραδιάσω σπυριά ρυζιού από ένα σακί στο μπακάλικο του πατέρα μου. Θυμήθηκα και το πουλόβερ που φορούσα. Και άλλες καταχωνιασμένες εικόνες που προτιμώ να τις κρατήσω έγκλειστες, πριν με πλακώσουν. Ήμουν έφηβος τότε. Αλλά και μετά τα τριάντα που ξανασχολήθηκα με τη «Θεία Κωμωδία» για τις ανάγκες του Πανεπιστημίου, δεν το είχα προσέξει το συγκεκριμένο χωρίο. Ή δεν με είχε προσέξει αυτό.

Υπάρχουν συναισθήματα που περιγράφονται, κι άλλα που είναι καλύτερα να μην περιγραφούν, αν μη τι άλλο, γιατί σκουριάζουν στο πολύ φως. Κρατάω λοιπόν για μένα το (ασφαλώς ασήμαντο και αδικαιολόγητο για κάποιους άλλους) ρίγος και παραθέτω το παραπάνω απόσπασμα για μελέτη. Θυμίζω ότι ο Δάντης γεννήθηκε το 1265 και πέθανε το 1321, υπήρξε αστός (Γουέλφος) με ισχυρούς φίλους, σε μια συντεχνιακή κατά βάση ιταλική κοινωνία. Έζησε για πολύ καιρό εξόριστος, ενώ –φευ- ανήκε και στην συντεχνία των φαρμακοποιών. Κι όλα αυτά, για τους πραγματιστές, σημαίνουν ότι ο γνωστός μας θρύλος του Σίσσα ήταν επίσης γνωστός στην Ιταλία του 13ου αιώνα.

Το εξήγησα νομίζω, δεν ξέρω σε ποια άβυσσο του νου είχε κρυφτεί αυτό το κομμάτι μου, όπως δεν ξέρω σε ποια άβυσσο των στίχων του Δάντη είχε φωλιάσει αθέατο το σκάκι. Ίσως όμως τώρα πια κάποιοι να μπορούν να μου συγχωρήσουν το παλιό μου αγιάτρευτο βίτσιο. Κι εγώ υπόσχομαι ότι κάποτε θα τους διηγηθώ μια άλλη ιστορία, που θα έχω κλέψει από ένα άλλο σκονισμένο βιβλίο ένα ήσυχο βράδυ, σαν σωστός κλέφτης αναμνήσεων ή σαν το φάντασμα μέσα στο ίδιο μου το σπίτι, μέσα στο ίδιο μου το νου.

Σάββατο 3 Σεπτεμβρίου 2011

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΦΡΑΓΚΟΥΛΗΣ, ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΔΙΨΑ



Άκουσα για τον Κυριάκο Φραγκούλη για πρώτη φορά μέσα από τη στήλη του Σιαπέρα, με τον οποίο είχε διαρκή επικοινωνία. Το καλλιτεχνικό σκάκι για μένα ήταν τότε ό,τι είναι το μυθικό σκάκι σήμερα: εξωτικό. Αργότερα, μαθητής Λυκείου (διέμενα στη γενέτειρά του, το Νυδρί), ξανάκουσα κάποια διφορούμενα σχόλια από τους ντόπιους, που εντάθηκαν όταν αποκαλύφθηκε πως ανήκα κι εγώ σε εκείνο το αλλόκοτο σινάφι των σκακιστών.


«Πρέπει να γνωρίσεις τον Κυριάκο. Αυτός όλη τη μέρα σκάκι παίζει!» μου έλεγαν. Στο τέλος μου τον γνώρισαν. Αλλά σκάκι δεν παίξαμε. Για καλή μου τύχη τον συνέδεε παλαιόθεν φιλία με τον πατέρα μου κι έτσι αποδέχτηκε την παρέα μου, πράγμα όχι εύκολο για τον μονήρη χαρακτήρα του. Όμως δεν τον έβλεπα παρά τις μέρες που έπαιζε μπάσκετ ο Άρης του Γκάλη.

Τα λόγια μας λιγοστά, τον σεβόμουν και –δεν το κρύβω- τον κοιτούσα με περιέργεια. Δεν είχα έως τότε την ευκαιρία να παίξω σοβαρό σκάκι και η εικόνα που είχα για τους σκακιστές ήταν η εντελώς συμβατική, αυτή των γραβατωμένων Κάρποβ και Κασπάροβ. Ο Κυριάκος όμως ήταν ολωσδιόλου αντισυμβατικός. Δεν ήταν τόσο ηλικιωμένος, μα τα ξενύχτια, το κάπνισμα και η εργένικη ζωή είχαν σαφή επίδραση στο παρουσιαστικό του. Φορούσε απλά ρούχα, καθαρά, μα σπάνια σιδερωμένα. Τα γένια του ήταν κίτρινα στις άκρες από τις αλλεπάλληλες στρώσεις νικοτίνης και τα ακροδάχτυλά του ακολουθούσαν το παράδειγμά τους, από την ίδια ακριβώς αιτία. Η φωνή του έβγαινε θαρρείς με κόπο, ένρινη, βραχνή, σχεδόν σπηλαιώδης και, μολονότι μιλούσε αργά, μερικές φορές μου ήταν δύσκολο να παρακολουθήσω τι έλεγε. Όμως ήταν πάντα ευγενικός και με μια συμβουλή έτοιμη για κάθε περίσταση. Τα μικρά του μάτια, αείφωτα, έλαμπαν παράξενα στο ατάραχο πρόσωπο του. Αυτό που εκλάμβανα ως τάση διδακτισμού προς εμένα, άργησα πολύ να καταλάβω ότι ήταν ένα είδος στοργής. Σκάκι όμως δεν παίξαμε.

Η αρχική λαχτάρα μου να συναντήσω για πρώτη φορά έναν αξιόμαχο αντίπαλο (η επαρχία δε μου είχε δώσει αυτή την ευκαιρία άλλοτε), ξεφούσκωσε γρήγορα. Ο Κυριάκος αρνούνταν πεισματικά να παίξει σκάκι μαζί μου. Αυτό που έκανε διαρκώς ήταν να βγάζει από την τσέπη ένα φθαρμένο ή μισοσκισμένο απόκομμα εφημερίδας (μερικές φορές και περισσότερα) και να προσπαθεί να με κάνει να λύσω το πρόβλημα που αναπαριστούσε. Κάποιες φορές τα κουτσοκατάφερνα, μα τις περισσότερες έπεφτα σε δοκιμές ή χανόμουν στους λαβυρίνθους των διαπλεκόμενων κομματιών. Ήταν σπαρμένο αγκάθια το βάπτισμα πυρός μου στο καλλιτεχνικό σκάκι, μα ο «δάσκαλός» μου δεν το έβαζε κάτω.

Φυσικά, δεν ήταν εύκολο να κρύψω τη δυσφορία μου, ιδιαίτερα από έναν τόσο οξύνοο άνθρωπο όπως ήταν εκείνος. Ο ίδιος ήταν εξαιρετικός λύτης, το διαπίστωσα ιδίοις όμμασι, κι αυτό, για κάποιο λόγο, με πείσμωνε. Οι σχέσεις μας όμως με τον καιρό ζεστάθηκαν περισσότερο και η οικειότητα δεν άργησε να έρθει. Μαζί με αυτή επέστρεψαν και οι οχλήσεις μου για μια «κανονική» παρτίδα. Ήμουν τόσο άμυαλος! Μου έδινε μαργαριτάρια και τα πετούσα στους χοίρους.

Όταν κατάλαβε ότι δύσκολα θα τιθάσευε τη ζέση μου για μάχη, άρχισε να με μυεί στον μαγικό κόσμο της σπουδής. Αυτό άλλαξε πολύ τα πράγματα. Με έμαθε να βλέπω τα φινάλε, την τακτική, το σκάκι γενικότερα με άλλο μάτι. Άρχισα να περνάω πολλές ώρες σκυμμένος πάνω από τα διαγράμματα, όπως κι αυτός. Η σπουδές ήταν, όπως και να το κάνουμε, ένα στοίχημα για τη σκακιστική μου αξία. Βελτιώθηκα χωρίς καν να το καταλάβω. Και το κυριότερο, άρχισα να βλέπω πίσω από τις κινήσεις, την κατασκευή, την ιδέα του συνθέτη, την ομορφιά της σύλληψης. Ο Κυριάκος τόσον καιρό μου έδειχνε την ομορφιά!

Τότε ήταν που άρχισα να λύνω και τα δυάρια και τριάρια, με τα οποία αφειδώς με τροφοδοτούσε. Άρχισα έτσι να αποκτώ τεχνική. Έλυνα μάλιστα και μόνος μου, όσα μπορούσα να βρω στον τύπο της εποχής. Κάποια μέρα μου έδωσε μια σχετικά εύκολη, αλλά ενδιαφέρουσα σπουδή, τούτη δω:



Ισοπαλία

Προσπαθήστε να τη λύσετε. Τότε, θυμάμαι, τα είχα καταφέρει. Στο τέλος μου φανέρωσε, με έκδηλη ικανοποίηση, ότι ο ίδιος ήταν ο συνθέτης. Εντυπωσιάστηκα. Μου έδωσε κι άλλες δικές του σπουδές, κάποιες αδημοσίευτες, μερικές υπό κατασκευή. Μου είχε αποκαλυφθεί ένα άλλο πρόσωπο του Κυριάκου, απ’ αυτό του μονομανή λύτη. Διαπίστωνα ότι γνώριζα ελάχιστα πράγματα για τον άνθρωπο που έστεκε με τις ώρες πάνω από ένα τσαλακωμένο κομμάτι χαρτί κινώντας το σώμα του αενάως μπρος και πίσω, μπρος και πίσω. Έτσι άρχισα να ρωτάω ξεθαρρεμένος όλο και περισσότερα σε σημείο να γίνομαι αγενής και φορτικός. Ήταν όμως τέτοια η περιέργειά μου που στο τέλος άλωσε τη συστολή του. Ναι, τη συστολή του, απέναντι στο αμούστακο που ήμουν τότε. Γιατί ο Κυριάκος ο Φραγκούλης υπήρξε ένας σημαντικός σκακιστικός συνθέτης, από τους ελάχιστους που είχαμε στην Ελλάδα. Διατηρούσε αλληλογραφία με τα μεγαλύτερα σκακιστικά περιοδικά και ήταν συνδρομητής σε καμιά δεκαριά απ’ αυτά, όλων των γλωσσών.


Όταν κάποια μέρα γρίπιασε και, με τη μεσολάβηση του πατέρα μου, μου επέτρεψε να τον επισκεφτώ για πρώτη φορά στο σπίτι του, είδα ατελείωτες στοίβες περιοδικών, έναν πραγματικό θησαυρό που κειτόταν στο πάτωμα, στα παλιά έπιπλα, σε σκονισμένα ράφια, σε μπαούλα, ακόμα και στην κουζίνα. Και βιβλία. Και χαρτιά με σημειώσεις, προχειρογραμμένα. Ήταν ποίηση. Γιατί ο τότε σκακιστικός μέντοράς μου, ήταν και ποιητής και μάλιστα τόσο αξιόλογος που ποίημά του είχε συμπεριληφθεί σε μια ανθολογία Λευκαδιτών ποιητών, ενώ άλλα είχαν δημοσιευτεί στα περιοδικά «Πάλι», «Χάρτης» και «London Magazine». Δε θυμάμαι πια ποιους στίχους του ακούμπησαν τα δάχτυλά μου. Ίσως όμως και να’ ταν ετούτοι:

«Δεν είμαι εκείνος που γνώρισες…
Υπάρχω μόνο σε νύχτες κομματιασμένες
Ή στις κρυψώνες μιας ασυλλόγιστης μέρας
Ελάχιστης σαν τον ουρανό.
Κι όμως φοβάμαι, θα με συναντήσεις
Ακολουθώντας την έμπνευση του ανέμου
Ψηλαφώντας τον ειρμό της βροχής
Έχω ένα βλέμμα μεταμφιεσμένο
Κι όμως, φοβάμαι, θα μ’ αναγνωρίσεις
Ανεβαίνοντας πάλι το ύψος της ακάνθινης προσδοκίας».

Λες κι εκείνη η επίσκεψή μου είχε αποσύρει ένα βαρύ παραπέτασμα, έκτοτε άρχισε να μου μιλάει όλο και περισσότερο για τον εαυτό του. Έμαθα για την, απροσδιόριστη ως τότε, ηλικία του (είχε γεννηθεί το 1935), για τις σπουδές του στην Ιατρική Θεσσαλονίκης τις οποίες διέκοψε απότομα, αφού λύγισε ψυχικά κάτω από την πίεση του διαβάσματος –ίσως και άλλων παραγόντων-, για τη φιλία του με τον Νάνο Βαλαωρίτη και την επιρροή του σουρεαλισμού στα ποιήματά του, ακόμα και για το κρυφό του πάθος, την χαρτοπαιξία. Το τελευταίο με είχε αφήσει ενεό! Που να φανταστώ ότι τις φορές που τον συναντούσα απρόσμενα τα χαράματα, οδεύοντας προς τη στάση του λεωφορείου, αυτός επέστρεφε από το τραπέζι της πόκας! Έως τότε πίστευα ότι επρόκειτο για πρωινούς περιπάτους, ή ίσως κάποια άγρυπνα βράδια…

Κάμποσες φορές μετά μου έκανε το τραπέζι, ιδίως όταν η νυχτερινή τύχη του χαμογελούσε, πράγμα καθόλου σπάνιο. Αυτό μάλλον ήταν και ο μόνος βιοπορισμός του, αν και προς το τέλος είχε νοικιάσει και κάποιο ακίνητο. Όμως όλα αυτά δεν είχαν σημασία. Μεγαλύτερη σημασία γι’ αυτόν έμοιαζε να έχει η εκούσια μοναξιά του. Δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που μου είχε ζητήσει, έτσι, χωρίς ιδιαίτερο λόγο, στη μέση μιας κουβέντας, να τον αφήσω μόνο του, παρέα με ένα ποτήρι μπύρα και ένα διάγραμμα, ή πίνοντας καφέ και κοιτώντας θολά προς το νησάκι της Αγίας Κυριακής. Θύμιζε τότε στ’ αλήθεια «αρχαίο ιεροφάντη», όπως τον περιέγραψε η φίλη του, συγγραφέας Ελένη Λαδιά, ή πάλι «τμήμα ενός βράχου ή διακόσμηση μιας ξύλινης πόρτας», δεμένος με το τοπίο, κι όμως τόσο απόμακρος. Μερικές φορές σκιαζόμουν πως η μοναχικότητα δεν ήταν για τον Κυριάκο καταφύγιο από τον έξω κόσμο, μα ο ίδιος ο έξω κόσμος.

«(…)Ποιος μπόρεσε πριν από σένα
Να προχωρήσει μες την ανώνυμη ομορφιά;
Τουλάχιστον εγκαταλείψου χωρίς πικρία
Σαν ένα κύμα που επιστρέφει στο κύμα
Σαν ένας ήχος παράλληλος εκείνων
Που κανείς δε μπόρεσε να τους μιλήσει
Μες στην καταχνιά
Έτσι μονάχος».

Μου πήρε κάμποσο για να καταλάβω πως τον θαύμαζα. Αναρωτιόμουν συνάμα πως ένας τόσο έξυπνος και δημιουργικός άνθρωπος έστεκε απόμερα από τους πολλούς. Γιατί οι πολλοί τον παραμέριζαν, όπως παραμερίζεις κάτι που δεν καταλαβαίνεις. Τι κίνδυνο αντιπροσώπευε γι’ αυτούς ένας εκκεντρικός καλλιτέχνης; Ίσως τον κίνδυνο που ένιωσε ο συνθέτης σπουδών Κασπαριάν. Ο Κυριάκος ήξερα ότι έστελνε σπουδές σε ρωσικά –μεταξύ άλλων- περιοδικά όπως το «Σαχμάτυ». Έχω στα χέρια μου επιστολή του Κουζνέτσοβ που χαιρετάει στο πρόσωπό του τον πρώτο Έλληνα συνθέτη σπουδών. Δεν γνώριζα όμως πως είχε κι έναν άλλο δαίμονα στο σκακιστικό ταγάρι του, αυτόν της καταστροφής των σπουδών. Το έμαθα όταν μου έδειξε περιχαρής την ανασκευή μιας βραβευμένης σπουδής του Κασπαριάν. Είχε λέει τρυπήσει δύο ακόμα σπουδές του συνθέτη στο παρελθόν, και μιλάμε για ένα παρελθόν χωρίς σιλικονούχα τέρατα. Τελικά δεν έμελλε να γίνει. Πήρε δύο μήνες αγωνίας στον Αρμένιο γίγαντα για να την σώσει με εκπληκτικό τρόπο. Έχω στο αρχείο μου και την επιστολή του Κασπαριάν προς τον Κυριάκο, όπου με έκδηλη ανακούφιση ανασκευάζει την ανασκευή. Όμως κατάλαβα πως το ανήσυχο πνεύμα του Νυδριώτη δεν ικανοποιούταν με την ομορφιά, παρά μόνο με την τελειότητα. Κι αυτός ήταν κι ένας από τους λόγους που τον βύθιζαν από καιρό σε καιρό στο πηγάδι της αποξένωσης.

Είχα πλέον επιτύχει στις Πανελλήνιες και θα έφευγα για την Αθήνα, όταν ενέδωσε απρόσμενα στη χλιαρή μου προτροπή και παίξαμε για πρώτη και τελευταία φορά σκάκι. Δεν ήταν κακός παίκτης, μα σε λίγο άρχισε να κουνάει ανόρεχτα τα κομμάτια, να αδιαφορεί για τις απειλές, να δείχνει ενοχλημένος από την ένταση. Κοιτούσα περισσότερο αυτόν παρά τη σκακιέρα. Κατανοούσα ότι ήθελε να μου κάνει ένα δώρο για την επιτυχία μου και δεν έβρισκε άλλο τρόπο. Όμως έβλεπα και ότι αυτό του στοίχιζε πολύ, γιατί αναγκαζόταν να γίνει πεζός, ο πραγματιστικός κόσμος της σκακιέρας τον εξαντλούσε, τον κατέθλιβε. Κάποια στιγμή δεν άντεξε άλλο και πρότεινε ισοπαλία σε μια περίπλοκη θέση. Με είδε με ανακούφιση να κλείνω τη σκακιέρα. Αστραπιαία έβγαλε από την τσέπη του ένα κιτρινισμένο φύλλο εφημερίδας : «Πολύ καλό κλειδί!» είπε με μάτια που άστραφταν και μου πάσαρε το τριάρι.



Κρατήσαμε τηλεφωνική επαφή, μα μόνο τα καλοκαίρια, κι έκανα χρόνια να τον ξαναδώ. Χαίρομαι ωστόσο που τον έφερα σε επαφή με τα «Δρώμενα» και τον Αντρέα. Όταν χτύπησε το φοιτητικό μου τηλέφωνο στον Πειραιά, εξεπλάγην που άκουσα τη φωνή του. «Είμαι στην Αθήνα. Κάνω χημειοθεραπείες. Έχω καρκίνο», μου είπε τόσο απλά, όσο θα έλεγε κάποιος ότι βγήκε για ψώνια. Κι αμέσως πήρε να μου υπαγορεύει μια θέση από σπουδή:



Ισοπαλία 

Δεν τον επισκέφτηκα τις τελευταίες του μέρες στο νοσοκομείο, το Νοέμβρη του ‘97. Δεν ξέρω γιατί. Οι ασχολίες μου, τα διαβάσματα, η εξεταστική, δεν είναι επαρκής δικαιολογία. Ίσως ήταν που δεν ήθελα να δω τα κεριά των γαλάζιων ματιών του να σβήνουν. Ίσως ήθελα να κρατήσω στη μνήμη μου την ενάργεια του πνεύματός του, κι αυτά που συνειδητοποιούσα πως μου είχε απλόχερα χαρίσει χωρίς να το ζητήσω και χωρίς ανταπόδοση. Εντούτοις, σέρνω ακόμα πίσω μου εκείνες τις ερινύες. Είναι αυτές που δε μου επέτρεψαν ακόμα να επισκεφτώ τα βιβλία και τα περιοδικά του, αυτά που χάρισαν οι οικείοι του στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Λευκάδας. Ίσως και να’ ναι αυτός ο λόγος που γράφω τούτες τις γραμμές, για να τις ξορκίσω. Ξέρω όμως πια ότι αυτό θα γίνει σύντομα. Και κάπου εκεί θα ψηλαφήσω ξανά, μετά από αιώνες την παρουσία του. Και ίσως κάτι από τη ανεξάντλητη δίψα για την απόλυτη ομορφιά που του στοίχειωνε τη ζωή.


«Διασχίζοντας των ανέμων την ευφορία
Ώριμα στάχυα του ήλιου
Εδώ που κύλησαν οι ίσκιοι
Στην αλληλουχία της μοναξιάς
Στα δάχτυλα που ξερίζωσε ο καιρός
Απαριθμώ τα δάκρυά μου
Ελεύθερος ως απόμεινα με το στίγμα
Των ερειπίων του φωτός
Να ιδρύσω μια άλλη δίψα».

Υ.Γ. Λύσεις σπουδών

1) 1.Ne4, Nd2 2.Nd6!, c4 3.a7!, Bxa7 4.Nxc4!, Nxc4 5.Ka6, B~ / ΠΑΤ.

2) 1.g7!, Nh6! 2.Bxh6, Bc7+ 3.Kh1!!, Rb1+ 4.Bc1!, Rb8 5.Bf4!, Bxf4 6.g8Q, Rxg8 / ΠΑΤ.

(Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο http://www.skakistiko.com/)