Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2007

Ο ΑΝΤΙΠΑΛΟΣ


Στύλωσα τα μάτια μου προς την απέναντι πλευρά του τραπεζιού. Αυτός ήταν εκεί, θαρρείς από πάντα. Για απειροστή φορά προσπάθησα να τρυπήσω με το βλέμμα το σκοτάδι που κάλυπτε το πρόσωπό του, παρότι ήξερα εξαρχής ότι ήταν μάταιος κόπος. Μια λάμπα γερμένη προς εμέ άφηνε να φωτίζεται μόνο το τραπέζι και η σκακιέρα που μας χώριζε.
Μόνο τα χέρια του έχω δει, σαν από κερί, σαν από κάποιο απόκοσμο αμάλγαμα, να κινούν τα κομμάτια από σκαλιστό ξύλο από καιρό σε καιρό και μετά να επιστρέφουν ξανά στο σκοτάδι. Τα χέρια του και ο καπνός του τσιγάρου του είναι τα μόνα πράγματα που αφήνει να ξεφύγουν από τον ιστό της σκιάς. Πόσο με ενοχλούσε κάποτε αυτός ο καπνός. Έχουν όμως περάσει ώρες, μέρες και χρόνια από πάνω μου, από πάνω του, αφήνοντάς μας πάντα κάτω από το κίτρινο φως της λάμπας, με μόνο εμπόδιο μα και μόνη γέφυρα ανάμεσά μας τη σκακιέρα.
Οι παρτίδες μας συχνές και επαναλαμβανόμενες. Εγώ πάντα με τα λευκά κι αυτός πάντα με τα μαύρα. Σαν ο δυϊσμός αυτός ν' αντανακλά τη φύση του καθενός μας, τις αντιθέσεις του φωτός στο δωμάτιο, το καλό και το κακό που ενσαρκώνονται στα ασπρόμαυρα τετράγωνα. Τόσα χρόνια αντίπαλοι και ποτέ δεν άκουσα μια λέξη από το στόμα του. Δεν ξέρω καν αν έχει στόμα, δεν ξέρω αν έχει πρόσωπο. Στην αρχή ήμουν σαστισμένος καθώς οι ερωτήσεις και οι παρατηρήσεις μου καταπινόταν από ένα μαύρο πηγάδι. Μα με τον καιρό συνήθισα να μένω κι εγώ σιωπηλός. Η μόνη επικοινωνία μας είχε να κάνει μόνο με τις κινήσεις στη σκακιέρα. Ήταν ο δικός μας κώδικας, ο μόνος τρόπος για να καταλαβαίνω, έστω συγκεχυμένα, πως σκεφτόταν. Πίσω από τις παρτίδες μας κρυβόταν μια τιτάνια ψυχολογική διαμάχη, μια σύγκρουση θεωριών, ίσως και φιλοσοφίας ή mondus vivendi.
Οι παρτίδες αυτές μου επέτρεψαν από την πρώτη στιγμή να κατανοήσω ότι δεν είχα να κάνω μ' έναν συνηθισμένο αντίπαλο, αλλά με ένα πλάσμα πονηρό, υποχθόνιο, ύπουλο και μοχθηρό. Χαιρέκακο σε κάθε λάθος μου, στρυφνό σε κάθε δικό του. Αρεσκόταν να στήνει παγίδες σα φίδι που ενεδρεύει, του άρεσε να παίζει σαν τη γάτα με το ποντίκι, να τρομάζει και να προκαλεί. Πολλές φορές αναρωτήθηκα ποιος μεφιστοφελικός δαίμονας κρυβόταν πίσω από το μαύρο στρατό. Αλίμονο! αυτή η σκέψη επιδρούσε στις αποφάσεις μου στη σκακιέρα.
Δεν άργησα να αντιληφθώ ότι αυτές οι παρτίδες είχαν ζωηρό αντίκτυπο στην κανονική μου ζωή. Όταν νικούσα όλα φαινόταν -και, ανατριχιάζω που το λέω, ήταν- ευνοϊκά. Η επόμενη μέρα μου επιφύλασσε ευχάριστα γεγονότα, επιτυχίες, ανεμελιά, χαμόγελα. Όταν όμως έχανα, η πνευματική μου συγκέντρωση και η ψυχική μου ηρεμία γινόταν κουρέλι, με αποτέλεσμα η κοινωνική μου ύπαρξη να βολοδέρνει από τις κακοτυχίες και τελικά να ναυαγεί στα βράχια της απογοήτευσης.
Ήταν πράγματι μια επώδυνη διαπίστωση αυτή, ότι δηλαδή το σκακιστικό αποτέλεσμα έπαιζε το ρόλο του βαρόμετρου της ευτυχίας ή της δυστυχίας μου. Και τότε άρχισε να λαμπαδιάζει μέσα μου το πάθος. Το σκάκι δεν ήταν πια ένα απλό διασκεδαστικό παιχνίδι, αλλά έγινε για μένα ο υπέρτατος αγώνας. Ήταν οι κινήσεις μου στη σκακιέρα της ζωής. Ακόμα χειρότερα, ήταν η πάλη για επιβίωση!
Το ίδιο πυκνό σκοτάδι που περιέβαλε τον αντίπαλό μου κάθε βράδυ τον προστατεύει και σήμερα. Όμως σήμερα η νύχτα θα είναι διαφορετική. Τον τελευταίο καιρό τα πράγματα πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο και αυτό οφειλόταν αποκλειστικά στις απανωτές ήττες μου από τον σκοτεινό μου συμπαίκτη. Σιγά σιγά το πάθος μου΄για το παιχνίδι έγινε αποστροφή. Σιχαινόμουν αυτόν που με κέρδιζε. Και η αποστροφή αυτή μέρα με τη μέρα γιγαντώθηκε σε ένα μίσος πρωτόγνωρο. Αυτό αλυσιδωτά είχε είχε άμεσο αντίκτυπο στη συγκέντρωσή μου στις παρτίδες και -μοιραία- στην ποιότητα του παιχνιδιού μου. Άρχισα να χάνω το διαυγές ορθολογικό μου στυλ και να επιδίδομαι σε φτηνές παγίδες. Χαμερπείς σκέψεις άρχισαν να ροκανίζουν και να κατατρώγουν τα θεμέλια της προσωπικότητάς μου και τα σκουλήκια των ποταπών αισθημάτων δε σταματούσαν να σέρνονται πάνω στη μουδιασμένη μου θέληση. Άλλαζα δραματικά κι έφταιγε γι' αυτό ο αντίπαλός μου. Ο σκοτεινός, υπόγειος, κακεντρεχής και τώρα πια τόσο μισητός αντίπαλος, που πάσχιζε δίχως άλλο να με φθείρει, να με διαβάλλει, να με ρουφήξει προς το σκοτάδι του.
Ναι, η αποψινή νύχτα θα είναι διαφορετική. Τυραννήθηκα πολύ τις τελευταίες μέρες, μα κατόρθωσα να ατσαλώσω τη θέλησή μου και να πάρω την κρίσιμη απόφαση. Και η απόφαση αυτή αναπαύεται στην τσέπη μου, υπομονετική, κρύα και μεταλλική. Άναψα τσιγάρο για να ηρεμήσω. Ο καπνός του αναμείχθηκε με τον καπνό απ' την απέναντι όχθη της σκακιέρας, σαν ανάσες σ΄έναν αποχαιρετιστήριο στερνό εναγκαλισμό. Αρχίσαμε την παρτίδα, μα το μόνο που σκέφτομαι είναι η παγωμένη αίσθηση στην τσέπη μου.
Το αποτέλεσμα στη σκακιέρα είναι άμεσο καθώς η θέση μου ολοένα χειροτερεύει. Σε λίγο θα γίνει απελπιστική. Άρχισα να τρέμω σαν να κρυώνω. Ο καπνός μου τσούζει τα μάτια, που πήραν να δακρύζουν. Κι ο αντίπαλος, οχυρωμένος στη βουβαμάρα του, να επιτείνει με δόλιες κινήσεις σαδιστικά το μαρτύριο. Δεν μπορώ να το ανεχθώ περισσότερο, έχει φτάσει η ώρα να τελειώνει το παιχνίδι. Τραβάω το όπλο γρήγορα και αποφασιστικά. Οπλίζω και σημαδεύω εκεί που θα πρέπει να βρίσκεται το κεφάλι του. Για μια στιγμή σκέφτομαι ότι θα πρέπει να με κοιτάζει με τα μάτια γουρλωμένα από την απορία. Θα ήθελα να δω αυτή την απορία να μεταλλάσσεται σε φόβο. Μα αποδιώχνω τις σκέψεις με ένα τίναγμα του κεφαλιού και, το τελευταίο δευτερόλεπτο πριν πατήσω τη σκανδάλη λυτρώνω το νου μου με την ικανοποίηση ότι τελειώνει η τελευταία μας παρτίδα.
........................................................................................................................................................................
Την επόμενη νύχτα δύο διαρρήκτες τρύπωσαν στο σπίτι. Όταν έφτασαν στο κλειστό δωμάτιο, βρέθηκαν μπροστά σε μια αλλόκοτη εικόνα. Μια σκακιέρα κομμένη στη μέση, με τα κομμάτια ακόμα στημένα, ήταν τοποθετημένη μπροστά σε έναν όρθιο καθρέφτη, στερεωμένο κάθετα στο δρύινο τραπέζι. Στα πόδια του τραπεζιού μέσα σε μια λιμνούλα αίματος, που το κιτρινιάρικο φως της λάμπας την έκανε να γυαλίζει ανατριχιαστικά, βρισκόταν πεσμένος ένας άντρας. Πλησίασαν αργά και προσεκτικά. Ο ένας από τους δύο τον σκούντηξε ελαφρά με το πόδι του, αν και το περίστροφο στο χέρι του πτώματος δεν άφηνε αμφιβολίες. Ο άλλος, ο νεώτερος, έμεινε με ανοιχτό στόμα να κοιτάζει το πρόσωπο του νεκρού. Ο πρώτος τον τράβηξε από το μανίκι κάνοντάς του νόημα να κουνηθεί. Μάζεψαν βιαστικά όσα τιμαλφή μπορούσαν να κουβαλήσουν και το ίδιο αθόρυβα όπως μπήκαν χάθηκαν στα σκοτεινά στενά. Στο νεαρό πήρε μερικές ημέρες να ξεχάσει εκείνο το παγωμένο πρόσωπο, το λερωμένο με ξεραμένο αίμα. Είχε κάτι ανεξήγητο, κάτι αταίριαστο. Δίχως άλλο θα ήταν εκείνο το παράταιρο χαμόγελο. Ένα χαμόγελο νίκης. Ή ελευθερίας.




Στο τέλος όμως λησμόνησε εκείνη τη νύχτα, σαν τίποτε απ' όλα αυτά να μην είχε συμβεί ποτέ.



4 σχόλια:

SparksScribbler είπε...

Απρόσμενα συγκλονιστικό...
Καλό σας βράδυ

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΝΙΔΑΡΗΣ είπε...

Καλωσύνη σας. Ως ευ παρέστητε στο φτωχικό μας ερασμιοτάτη. Καλό βράδυ και σε σας.

Ariadni είπε...

Απίστευτο κείμενο, γεμάτο απαισιόδοξη αισιοδοξία!

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΝΙΔΑΡΗΣ είπε...

αριάδνη
...ή αισιόδοξη απαισιοδοξία! Ο Στέφαν Τσβάιχ λέγεται ότι αυτοκτόνησε μπροστά σε μια σκακιέρα. Δεν το έχω διασταυρώσει και δε φαντάζομαι να ήταν μισοκομμένη.Μα αν με ρωτήσετε τι θυμάμαι από τις παρτίδες μου του σκακιού, θα σας απαντήσω: την μάχη με τον εαυτό μου.
Καλώς ήλθατε στο ιστολόγιο!