






Η ζωή είναι μια παρτίδα σκάκι. Το μυστικό δεν είναι να μάθεις να κερδίζεις, αλλά να μάθεις να διαχειρίζεσαι την ήττα.










Θυμάμαι λοιπόν τους νέους να γελάνε και να χαριεντίζονται πίνοντας ένα κόκκινο ζεστό αλκοολούχο ποτό στην πλατεία του Δημαρχείου της Βιέννης. Θυμάμαι μια γάτα να χασμουριέται δίπλα στο τζάκι. Ένα χαρούμενο καρουζέλ στο Κόβεντ Γκάρντεν. Τα βαρελότα που πετούσαν οι Σεβιλλιάνοι από τα μικρά μπαλκόνια. Έναν βλοσυρό και κρύο καθεδρικό ναό και μια Λειτουργία σε μια γλώσσα άγνωστη. Μια μαριονεττίστα με βαμμένο πρόσωπο στη σφύζουσα πλατεία Βεγκεσλάου. Ξεραμένα φύλλα κοντά στην Κασταλία, που τα μαζεύαμε για το άλμπουμ μας. Έναν ρακένδυτο άντρα πάνω από τη σχάρα εξαερισμού του παριζιάνικου μετρό, δίπλα στο δέντρο με τα αγγελάκια. Ένα επιτραπέζιο παιχνίδι καλά κρυμμένο κάτω από το κρεβάτι. Το χιόνι να πέφτει από τα κλαδιά του έλατου κάθε φορά που ανοίγαμε τα παντζούρια. Ένα βιτρώ χριστούλη σ’ ένα μαγαζάκι πίσω από την πιάτσα Ναβόνα. Ένα εύθυμο βαλς. Ένα κόκκινο λουλούδι. Ένα παλιό βιολί. Και δυο πρωινά χαμόγελα.
 
Θυμάμαι όλα όσα απέσπασα από το απαστράπτον παρόν τους και τα στρίμωξα στη σκοτεινιά του παρελθόντος μου. Σαν μικρά κομμάτια ενός παζλ, που δεν ξέρω τι θα δείχνει τελικά, μα που η σύνθεσή του με γεμίζει ευωχία. Μια εικόνα ασχημάτιστη, θολή, όπως όταν μισοκλείνεις τα μάτια κόντρα στα πολύχρωμα φωτάκια, ή πάλι σα να στάζει χρυσόσκονη από το ταβάνι και ν’ αφήνεις λίγη να σου θολώσει την όραση. Δεν το αρνούμαι. Έχω υπάρξει αμετανόητος κλέφτης του χρόνου των Χριστουγέννων.

Πολλές φορές αναρωτιέμαι, αν τελικά τα Χριστούγεννα είναι μια ευκαιρία για να αγαπάμε, γιατί να μην τα γιορτάζουμε διαρκώς; Γιατί να αναζητάμε μια ημέρα στις τόσες για να απιθώσουμε τη ζεστασιά μας σε κοινή θέα; Γιατί να μην κάνουμε δώρο την ανθρωπιά μας από τη μια αυγή στην άλλη, το ίδιο αθόρυβα σα να αφήναμε ένα μπουμπούκι δίπλα στο μαξιλάρι; Κι αυτή ακόμα τη νοικιασμένη ευτυχία, ας την κάνουμε μοιρασιά. Να ‘χουν όλοι, για να ‘ναι όλη δική μας. 

Καλά Χριστούγεννα, όλο το χρόνο.




 Πρόσφατα πήρε το μάτι μου μια έρευνα που πραγματοποίησε κάποια επιστημονική ομάδα Ιαπώνων, προεξάρχοντος του καθηγητή Ματσουκάβα και η οποία είχε σα στόχο της τη διερεύνηση και σύγκριση της μνήμης σε ανθρώπους και χιμπαντζήδες. Να τι έκανε λοιπόν ο πονηρός ερευνητής: πήρε 3 εκπαιδευμένους χιμπαντζήδες και τους προέβαλε σε μια οθόνη υπολογιστή αριθμούς από το 1 έως το 9 σε μικρά κουτάκια και σε τυχαίες θέσεις που άλλαζαν κάθε φορά. Οι αριθμοί εμφανίζονταν για κλάσματα του δευτερολέπτου και κατόπιν έσβηναν αφήνοντας μόνο τα λευκά κουτάκια. Τα ζωντανά έπρεπε να θυμηθούν τη σειρά εμφάνισης των αριθμών- σημειώνω ξανά ότι άλλαζε κάθε φορά η θέση τους. Οι πίθηκοι είχαν να τα βάλουν όχι μόνο με τη δυσκολία του εγχειρήματος, αλλά και με τρεις φοιτητές που τους συναγωνίζονταν!
 
Εδώ βέβαια αρχίζουν οι ενστάσεις και λέω να αναλάβω (αρχικά) το ρόλο του απολογητή του ανθρώπινου είδους. Πρώτον, αυτό που μετρήθηκε ήταν η κοντοπρόθεσμη μνήμη και τίποτε περισσότερο. Δε θα είχαμε τα ίδια αποτελέσματα αν μεταξύ της προβολής και της επιλογής μεσολαβούσαν πέντε λεπτά ή περισσότερο. Δεύτερον, η ευφυΐα είναι κάτι σαφώς πιο πολύπλοκο από την ευκολία αποστήθισης. Τρίτον, δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε ότι υπάρχουν διαφορετικά είδη ευφυΐας (άλλη πχ η μαθηματική, άλλη η χωρική, άλλη η λεκτική κ.ο.κ.). Τέταρτον, οι χιμπαντζήδες είχαν εκπαιδευτεί για να ανταποκρίνονται στο συγκεκριμένο πείραμα (πιθανότατα με τελικό βραβείο μια λαχταριστή μπανάνα), ενώ δεν μπορώ να φανταστώ τους ηττημένους να υποβάλλονται σε μακρόχρονη εξάσκηση στο σπορ αυτό (αν και με τους Γιαπωνέζους δεν ξέρεις ποτέ...).
Αυτό που εξηγεί κατά την ταπεινή μου άποψη το ούτως ή άλλως εντυπωσιακό (ή οδυνηρό αν θέλετε) αποτέλεσμα του πειράματος, είναι η ικανότητα που έχουν αναπτύξει κάποια από τα πρώιμα πρωτεύοντα να ανταποκρίνονται άμεσα σε ερεθίσματα, που έχουν να κάνουν εν τέλει με την επιβίωσή τους. Φανταστείτε ένα λιοντάρι να επιτίθεται σε έναν πίθηκο. Η αντίδραση του υποψήφιου θύματος θα είναι ακαριαία και συνήθως αποτελεσματική: θα ανέβει στο πλησιέστερο δέντρο (κι αν έχει και όρεξη για πλάκα θα αρχίσει να πετάει και τίποτα καρύδες). Αντίθετα ένας άνθρωπος θα πρέπει να δαπανήσει μερικά δευτερόλεπτα ώστε να κατανοήσει τον κίνδυνο και να αποφασίσει τι πρέπει να κάνει: να μείνει ασάλευτος, να προσπαθήσει να κρυφτεί, να αμυνθεί ή να τρέξει ( με το τελευταίο να προηγείται σαφώς στις προτιμήσεις των τηλεθεατών). Κοντοπρόθεσμα ο άνθρωπος είναι χαμένος. Μακροπρόθεσμα μαθαίνει να αντιπαρέρχεται τις διαιτολογικές προτιμήσεις των σαρκοβόρων (πχ φτιάχνοντας όπλα ή εκπαιδευτικές ταινίες τύπου "Ταρζάν").
-Αν οι ηγεμόνες δεν ξέρουν σκάκι, πως πιστεύουν ότι μπορούν να διοικήσουν το βασίλειό τους; (Χοσρόης Β')
-Οι καινούριες ιδέες είναι σαν τα πιονάκια που προχωρούν μπροστά. Μπορεί να νικηθούν, αλλά μπορεί και να ξεκινήσουν ένα νικηφόρο αγώνα. (Γ.Β.Γκαίτε)

-Το σκάκι είναι σπορ. Όταν δεν είναι σπορ είναι επιστήμη. Και όταν δεν είναι ούτε επιστήμη είναι τέχνη. (Α.Κάρποβ)
 Aye-aye! Πάλι εδώ είσαι Μυλαίδη; Πάλι εδώ; Νόμιζα πως σε τούτη την ποντικότρυπα δε θα με έβρισκες. Και πλησιάζεις τόσο αθόρυβα Μυλαίδη, που με τρομάζεις. Κάποτε άκουγα τσεκίνι να πέφτει στη θάλασσα από την πλώρη ίσαμε την πρύμνη. Τώρα πια δε με βοηθάει η ακοή μου. Ίσως και να συνήθισε από τα σουρσίματα του λιμανιού. Ας είναι. 
Τράβα εκείνο το βαρέλι Μυλαίδη, κάθισε, δεν περιμένω κανέναν. Κανείς πια δε με θέλει στο πλήρωμά του. Τι να τον κάνουν ένα γέρο- παράλυτο, που τα χέρια του τρέμουν περισσότερο κι απ' τις αντένες στο μαϊστρο; Χα-χα! Τα χέρια του, λέω! Έχεις δίκιο να χαμογελάς Μυλαίδη κοιτώντας τούτο το γάντζο που ξεπροβάλει από το βρώμικο μανίκι μου. Έχω μήνες να τον αλείψω λαρδί. Σκούριασε κι αυτός σαν την ψυχή μου. Κέρασέ με ένα κρογκ Μυλαίδη, δε μπορώ να μιλώ με στεγνό λαρύγγι.
Εντάξει Μυλαίδη, τον είχα δει. Ήμουν βαρδιάνος εκείνο το σούρουπο και μισοκρεμόμουν στα ξάρτια, όταν τους είδα. Η Ανναμπέλλα είχε γλιστρίσει από το κατάρτι και αιωρούνταν στο κενό. Αυτός στεκόταν από πάνω της. Αρκούσε να σκύψει και να την τραβήξει από τον ντελικάτο καρπό. Μα δεν το έκανε. Κύλησαν μερικές στιγμές σαν το λάδι στην κλεψύδρα του καπετάνιου. Στο τέλος η Ανναμπέλλα ξέσφιξε τα δάχτυλά της. Άκουσα το γδούπο μόνο και τις φωνές στο κατάστρωμα. Ήμουν παγωμένος. Δεν κατέβηκα από πάνω, παρά μόνο αργά το βράδυ. Υπήρχε μια παράξενη σιωπή ανάμεσα στο πλήρωμα. Ηλιοκαμένα και χαρακωμένα πρόσωπα που κοιτούσαν μόνο στο σκοτεινό πέλαγος. Την άλλη μέρα τη δέσαμε στη σανίδα, τυλιγμένη στο πιο λευκό καραβόπανο που βρήκαμε. Μετά άρχισε το σούσουρο. Και το σούσουρο στο καράβι, το ξέρεις καλά Μυλαίδη, είναι χειρότερο κι απ' τις κραυγές.
Γιατί πάντα έτσι ήταν. Από τη μια το σίδερο κι από την άλλη τα λουλούδια.

Όσο ανασύρω θραύσματα από το κελάρι της μνήμης μου τόσο περισσότερο πιστεύω ότι διάβαζα ανέκαθεν. Δε μπορώ να θυμηθώ τον εαυτό μου χωρίς να κρατάει ένα βιβλίο. Όμως ποτέ στο παρελθόν τα διαβάσματα μου δεν είχαν αυτή την πυρετώδη προσήλωση των τελευταίων μηνών. Ήταν εκείνη η ιατρική ανακοίνωση που με έκανε να συνειδητοποιήσω πόσο πολύτιμο χρόνο είχα χάσει. Έπρεπε να βιαστώ. Ήταν ανάγκη να τρυπήσω το κουκούλι της γνώσης που κρεμόταν από πάνω μου αιώνες τώρα. Όφειλα να ψάξω, έστω και τώρα στα στερνά, το εν υπνώσει φτερούγισμα της πεταλούδας, που έκρυβε μέσα του.
 Τρώω ελάχιστα. Κοιμάμαι λιγότερο. Τον υπόλοιπο χρόνο διαβάζω. Διαβάζω και πονάω. Μερικές φορές χάνω μέσα στο δάσος των τόμων το βιβλίο που διάβαζα τελευταίο. Δεν μπαίνω στον κόπο να το ψάξω. Αρχίζω ένα άλλο γρήγορα. Διαβάζω δύο, τρία ή και τέσσερα βιβλία τη μέρα. Δεν είναι αρκετά. Είναι απελπιστικά αργός ρυθμός. Το μόνο παρήγορο είναι ότι βυθίζομαι στην ανάγνωση. Και τότε δεν πονάω. Η ιαματική δράση των βιβλίων μου είχε αποκαλυφθεί από χρόνια. Αυτό που δε λέει να μου αποκαλυφθεί είναι η βαθιά αλήθεια. Αυτή που κάπου μέσα στα κείμενα θα πρέπει να παραμένει κρυμμένη. Η αλήθεια για τη ζωή. Ή αυτή για το θάνατο. Το ίδιο είναι.
 Στο δωμάτιο έχει αρχίσει να σκοτεινιάζει. Δεν έχω κουράγιο να ανάψω τα φώτα. Ούτε απέξω, ούτε μέσα μου. Τώρα το ξέρω. Η γνώση δε βρίσκεται στα βιβλία. Δεν είναι το καλά κρυμμένο μυστικό που λαχταρούσα να ανασύρω στο φως. Τα βιβλία, αυτά που τώρα με αγκαλιάζουν με τις σκιές των όγκων τους, δε φυλάνε την αλήθεια. Σε απομακρύνουν από αυτή. Και τότε που βρίσκεται η αλήθεια; Παντού. Έξω. Στα μη βιβλία. Πιάνω τον εαυτό μου να ψιθυρίζει.
τις χάρτινες νιφάδες που έχουν καλύψει δρόμο, πεζοδρόμια, αυτοκίνητα, δέντρα, τα πάντα. Μερικές απ' αυτές έρχονται προς το μέρος του. Σκύβει και μαζεύει μια σελίδα. Τη διπλώνει και τη βάζει στην τσέπη του δερμάτινου του. Διασχίζει τον ήσυχο δρόμο και απομακρύνεται. Ίσως και να χαμογελά, αλλά ποιος ξέρει, έτσι βιαστικά που φεύγει;
Στύλωσα τα μάτια μου προς την απέναντι πλευρά του τραπεζιού. Αυτός ήταν εκεί, θαρρείς από πάντα. Για απειροστή φορά προσπάθησα να τρυπήσω με το βλέμμα το σκοτάδι που κάλυπτε το πρόσωπό του, παρότι ήξερα εξαρχής ότι ήταν μάταιος κόπος. Μια λάμπα γερμένη προς εμέ άφηνε να φωτίζεται μόνο το τραπέζι και η σκακιέρα που μας χώριζε.
 Ήταν πράγματι μια επώδυνη διαπίστωση αυτή, ότι δηλαδή το σκακιστικό αποτέλεσμα έπαιζε το ρόλο του βαρόμετρου της ευτυχίας ή της δυστυχίας μου. Και τότε άρχισε να λαμπαδιάζει μέσα μου το πάθος. Το σκάκι δεν ήταν πια ένα απλό διασκεδαστικό παιχνίδι, αλλά έγινε για μένα ο υπέρτατος αγώνας. Ήταν οι κινήσεις μου στη σκακιέρα της ζωής. Ακόμα χειρότερα, ήταν η πάλη για επιβίωση!