Σάββατο 21 Φεβρουαρίου 2009

ΠΑΝΑΚΕΙΑ VII

Οι άνθρωποι αποφεύγουν τις κηδείες. Ξέρω γιατί. Όχι επειδή φοβούνται την όψη του νεκρού, το κερένιο χρώμα του, το λιπαρό και φουσκωμένο δέρμα του ή τις μύγες που κάθονται πάνω του ανενόχλητες. Επειδή φοβούνται τον ίδιο το θάνατο. Οι κηδείες τους θυμίζουν την ύστατη ώρα. Αυτή που δεν μπορούν να αποφύγουν. Ακόμα χειρότερα, γιατί τους θυμίζουν τους πολλούς, τους χιλιάδες θανάτους που έχουν ζήσει, που ζουν οι ίδιοι, κάθε μέρα και κάθε στιγμή. Γι’ αυτό και πασχίζουν με ψιμύθια και μαντζούνια να τον καθυστερήσουν.



Στην κηδεία του αδερφού μου, δύο μέρες μετά την επίσκεψή μου, ήμασταν δεν ήμασταν δέκα άτομα. Οι πιο πολλοί ήταν μέλη της συντεχνίας των ιχθυοπωλών και μύριζαν χειρότερα κι από το πτώμα του Δημήτριου. Ο ουρανός ψιλόβρεχε θλίψη και η χήρα πετροβολούσε με κατάρες τη Μοίρα. Ο μόνος πραγματικά ατάραχος ήταν ο μικρός Νικόλαος που είχε αίμα ελληνικό. Βλέπετε, η ράτσα μου είναι αιώνες συνηθισμένη να παλεύει με την πέτρα, την αρμύρα και το Χάρο. Και να χάνει πάντα.


Ούτε ‘γω δάκρυζα. Λυπόμουν, ναι, αυτή είναι η σωστή λέξη. Λυπόμουν για τον εαυτό μου. Για τη ζωή μου τη χαμένη. Για κείνες τις ζωές που’ χα πάρει με αντάλλαγμα τη δική μου και λίγη δόξα. Ακόμα περισσότερο λυπόμουν για κείνες που’ χα χάσει, τις δικές μου ζωές, όλα τα χρόνια που κυνηγούσα τη χίμαιρα της Πανάκειας, του βοτανιού, της σκόνης της γιατρειάς, του απεικάσματος ενός μακρύτερου και καλύτερου βίου.


Δεν είχα ζήσει. Είχα ονειρευτεί να ζήσω…

4 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

"Εφεύρε η πανέξυπνη ψυχή –ή φύση; – το δάκρυ για να δροσίζεται ο πόνος και να καρποφορεί ο νους στην υγρασία, να απορεί όντας όλο και πιο κοντά στην ουσία: Γιατί όλο αυτό όσο προχωράει να πλησιάζει, όλο να πλησιάζει το τίποτα;"

Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ,

καλή σου μέρα,εκεί στη Λευκάδα της νιότης μας

Καπετάνισσα είπε...

Επειδή φοβούνται τον ίδιο το θάνατό τους.
Γι' αυτό τις αποφεύγουν οι άνθρωποι τις κηδείες.

Κι επειδή φοβούνται τη ζωή στην αδειανή απλότητά της: στη θνητότητά της.
Γι' αυτό αποφεύγουν τις δικές τους, εν ζωή στιγμές.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΝΙΔΑΡΗΣ είπε...

@nyxterino
Η σύντομη πορεία του δακρύου. Και μετά στην ανυπαρξία, ε; Ή το να μη χύνεις καθόλου δάκρυα, και να' ναι ο πόνος βουβός. Πάλι στην ανυπαρξία η υγρασία της ψυχής. Θα το' χει η μοίρα της φαίνεται.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΝΙΔΑΡΗΣ είπε...

@Καπετάνισσα
Όλοι έξω από όλα λες; Και από τη ζωή του θνητού και από το θάνατο του αιώνιου; Ίσως.

Κάπου αλλού στην "Πανάκεια" περιγράφω το θάνατο (έχει κάμποσους θανάτους κι αυτό μου το βιβλίο) σαν μέρος της ζωής. Σαν το τελευταίο κομμάτι της. Σαν την τελεία στην πρόταση του βίου. Σημασία δεν έχει πόσο σύντομη είναι η πρόταση, μα πόσα έχει να μας πει. Και πόσο όμορφη είναι, φυσικά.