Ονειρεύομαι συχνά νερά. Πολλά νερά. Νερά που ξεδιψούν και λειαίνουν τους βράχους και μετά εξατμίζονται για να γεννήσουν αδέρφια.
Ονειρεύομαι και παιδιά. Πολλά παιδιά, όλων των φυλών, που τρέχουν γδέρνοντας τα γόνατά τους στα χαλίκια και, γεμίζοντας το πρόσωπό τους λάσπες, γελάνε. Και άλλα που παίζουν προσηλωμένα με κύβους και κούκλες.
Ονειρεύομαι αρκετές φορές βιβλία. Πολλά βιβλία, με πράσινα ποιήματα και μαγικά ξόρκια, με ιστορίες που κάνουν τους μεγάλους να στριμώχνονται ο ένας κοντά στον άλλο, από φόβο ή από αγάπη -το ίδιο είναι.
Τέλος ονειρεύομαι γαλήνη. Τόση γαλήνη που να μη μένει πια χώρος για κανέναν άλλο θόρυβο, εκτός από το κελάρυσμα του νερού, το γέλιο των παιδιών και το αργό ξεφύλλισμα των σελίδων.
Όλο τέτοια ονειρεύομαι. Μετά πέφτω για ύπνο, γαμώτο.